pattern

Φραστικά Ρήματα με Χρήση του 'On' & 'Upon' - Φορώντας, χρήση ή κατανάλωση (Ενεργό)

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Phrasal Verbs With 'On' & 'Upon'
to build on

to use something as a basis for further development

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to build on"
to capitalize on

to use a particular situation, resources, or opportunity effectively to gain some benefit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to capitalize on"
to feed on

to regularly eat a specific type of food to stay alive and grow

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to feed on"
to have on

to be wearing an item of clothing or accessory

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to have on"
to live on

to eat mainly one type of food, often in an unhealthy or unbalanced way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to live on"
to prey on

to hunt, capture, and eat other animals as a means of survival

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prey on"
to pull on

to wear a garment by pulling it over one's body without fastening it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pull on"
to put on

to place or wear something on the body, including clothes, accessories, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put on"
to skimp on

to not provide enough time, money, or resources for something, which often leads to a lower-quality result or outcome

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to skimp on"
to spend on

to use money in exchange for the purchase of a specific item or the utilization of a particular service

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spend on"
to throw on

to put on a piece of clothing hastily and without care

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to throw on"
to try on

to put on a piece of clothing to see if it fits and how it looks

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to try on"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek