pattern

Φραστικά Ρήματα με Χρήση του 'On' & 'Upon' - Άλλα (Ενεργό)

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Phrasal Verbs With 'On' & 'Upon'
to clock on

to mark the start of one's work using a clock or some other electronic device

σφραγίζω την έναρξη, καταγράφω την είσοδο

σφραγίζω την έναρξη, καταγράφω την είσοδο

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to clock on"
to gamble on

to take a risk on a particular outcome, often with uncertain results

ρισκάρω σε, ποντάρω σε

ρισκάρω σε, ποντάρω σε

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gamble on"
to grow on

to gradually like someone or something more and more

μου αρέσει ολοένα και περισσότερο, με κερδίζει σιγά σιγά

μου αρέσει ολοένα και περισσότερο, με κερδίζει σιγά σιγά

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow on"
to hang on

to ask someone to wait briefly or pause for a moment

κρεμάω (kremáo), περιμένω (periméno)

κρεμάω (kremáo), περιμένω (periméno)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hang on"
to hold on

to tell someone to wait or pause what they are doing momentarily

Κρατήστε λίγο, Περιμένετε λίγο

Κρατήστε λίγο, Περιμένετε λίγο

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hold on"
to rebound on

to aim for a goal by taking a negative action, but experience unintended negative consequences

αναστρέφω πάνω σε, ανατροπή σε

αναστρέφω πάνω σε, ανατροπή σε

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rebound on"
to sit on

to refrain from addressing a matter or making a decision

καθίζω σε, παραιτούμαι να αποφασίσω

καθίζω σε, παραιτούμαι να αποφασίσω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sit on"
to stake on

to risk something valuable, such as money, reputation, etc. based on the outcome of a particular situation

ρίσκο στον, προβλέπω σε

ρίσκο στον, προβλέπω σε

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stake on"
to bear on

to affect someone or something, particularly in a burdensome way

βαρύνω, επικοινωνώ με

βαρύνω, επικοινωνώ με

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bear on"
to go on to

to move from one item or topic to the next in a sequence or discussion

τελειώνω με και προχωρώ σε, συνεχίζω με

τελειώνω με και προχωρώ σε, συνεχίζω με

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go on to"
to come on

to make progress or improve

προοδεύω, βελτιώνομαι

προοδεύω, βελτιώνομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come on"
to improve on

to make something better compared to a previous state or standard

βελτιώνω, αναβαθμίζω

βελτιώνω, αναβαθμίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to improve on"
to fall on

to experience a particular situation or outcome

πέφτω σε, βρίσκομαι σε

πέφτω σε, βρίσκομαι σε

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall on"
to stumble on

to find something or someone unexpectedly

πέφτω πάνω σε, ανακαλύπτω κατά τύχη

πέφτω πάνω σε, ανακαλύπτω κατά τύχη

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stumble on"
to happen on

to find or encounter something without actively searching for it

συναντώ τυχαία, πέφτω πάνω σε

συναντώ τυχαία, πέφτω πάνω σε

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to happen on"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek