pattern

500 Πιο Συνηθισμένα Αγγλικά Επίθετα - Top 251 - 275 Επίθετα

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 11 της λίστας με τα πιο κοινά επίθετα στα αγγλικά, όπως "αδύναμο", "ψυχικό" και "σωστό".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Adjectives in English Vocabulary
yellow

having the color of lemons or the sun

κίτρινος, κίτρινη

κίτρινος, κίτρινη

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yellow"
weak

lacking physical strength or energy

αδύναμος, ασθενής

αδύναμος, ασθενής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weak"
extreme

very high in intensity or degree

ακραίος, υπερβολικός

ακραίος, υπερβολικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extreme"
straight

without bending or curving in any angle or direction

ευθύς, ευθεία

ευθύς, ευθεία

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "straight"
concerned

feeling worried or troubled about a particular situation or issue

ανησυχούσα, κανονική

ανησυχούσα, κανονική

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concerned"
essential

very necessary for a particular purpose or situation

ουσιώδης, αναγκαίος

ουσιώδης, αναγκαίος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "essential"
smooth

having a surface that is even and free from roughness or irregularities

λεία, ομαλή

λεία, ομαλή

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smooth"
mental

happening or related to someone's mind, involving thoughts, feelings, and cognitive processes

νοητικός, ψυχικός

νοητικός, ψυχικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mental"
proper

suitable or appropriate for the situation

κατάλληλος, αρμόδιος

κατάλληλος, αρμόδιος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proper"
surprised

feeling or showing shock or amazement

έκπληκτος, καταπληκτικός

έκπληκτος, καταπληκτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surprised"
international

happening in or between more than one country

διεθνής, παγκόσμιος

διεθνής, παγκόσμιος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "international"
awake

not in a state of sleep or unconsciousness

ξύπνιος, ενεργός

ξύπνιος, ενεργός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "awake"
German

relating to Germany or its people or language

Γερμανικός, Γερμανική

Γερμανικός, Γερμανική

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "German"
Russian

relating to Russia or its people or language

Ρωσικός, Ρωσία

Ρωσικός, Ρωσία

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Russian"
scary

making us feel fear

τρομακτικός, φοβιστικός

τρομακτικός, φοβιστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scary"
constant

happening continuously without stopping for a long time

σταθερός, αδιάκοπος

σταθερός, αδιάκοπος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "constant"
fancy

elaborate or sophisticated in style, often designed to impress

πολυτελής, κομψός

πολυτελής, κομψός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fancy"
scared

feeling frightened or anxious

φοβισμένος, τρομαγμένος

φοβισμένος, τρομαγμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scared"
scientific

relating to or involving science

επιστημονικός, επιστημονική

επιστημονικός, επιστημονική

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scientific"
quiet

with little or no noise

ήσυχος, σιγανός

ήσυχος, σιγανός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quiet"
sudden

taking place unexpectedly or done quickly

ξαφνικός, άμεσος

ξαφνικός, άμεσος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sudden"
intense

very extreme or great

έντονος, ακραίος

έντονος, ακραίος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intense"
excellent

very good in quality or other traits

εξαιρετικός, άριστος

εξαιρετικός, άριστος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excellent"
loud

producing a sound or noise with high volume

θόρυβος,  δυνατότητα

θόρυβος, δυνατότητα

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loud"
digital

(of signals or data) representing and processing data as series of the digits 0 and 1 in electronic signals

ψηφιακός, ψηφιακή

ψηφιακός, ψηφιακή

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "digital"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek