pattern

500 Πιο Συνηθισμένα Αγγλικά Επίθετα - Top 276 - 300 Επίθετα

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 12 της λίστας με τα πιο κοινά επίθετα στα αγγλικά όπως "mad", "fake" και "native".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Adjectives in English Vocabulary
mad

feeling very angry or displeased

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mad"
female

relating to women or the female gender

θηλυκός, γυναικείος

θηλυκός, γυναικείος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "female"
confident

having a strong belief in one's abilities or qualities

σίγουρος, επιδεικτικός

σίγουρος, επιδεικτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confident"
criminal

related to or involving illegal activities

εγκληματικός, παράνομος

εγκληματικός, παράνομος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "criminal"
nervous

worried and anxious about something or slightly afraid of it

νευρικός, ανήσυχος

νευρικός, ανήσυχος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nervous"
fake

designed to resemble the real thing but lacking authenticity

ψευδής, κλεπτόμυθος

ψευδής, κλεπτόμυθος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fake"
typical

having or showing the usual qualities of a particular group of people or things

τυπικός, συνηθισμένος

τυπικός, συνηθισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "typical"
native

related to one's place of birth

γηγενής, ντόπιος

γηγενής, ντόπιος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "native"
empty

with no one or nothing inside

άδειος, κενός

άδειος, κενός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "empty"
religious

related to or associated with religion, faith, or spirituality

θρησκευτικός, θρησκειολογικός

θρησκευτικός, θρησκειολογικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "religious"
back

located behind or toward the rear

πίσω, οπίσθιο

πίσω, οπίσθιο

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "back"
tight

(of clothes or shoes) fitting closely or firmly, especially in an uncomfortable way

στενός, σφιχτός

στενός, σφιχτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tight"
pretty

visually pleasing in a charming way

όμορφος, γοητευτικός

όμορφος, γοητευτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pretty"
bottom

located at the lowest position ot part of something

κάτω, χαμηλός

κάτω, χαμηλός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bottom"
lovely

very beautiful or attractive

όμορφος, πανέμορφος

όμορφος, πανέμορφος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lovely"
hungry

needing or wanting something to eat

πεινασμένος, δακρυσμένος

πεινασμένος, δακρυσμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hungry"
horrible

extremely unpleasant or bad

απαίσιος, φρικτός

απαίσιος, φρικτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horrible"
moral

concerned with right and wrong behavior

ηθικός, ηθικής

ηθικός, ηθικής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moral"
limited

very little in quantity or amount

περιορισμένος, έσχατος

περιορισμένος, έσχατος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "limited"
accurate

(of measurements, information, etc.) free from errors and matching facts

ακριβής, σωστός

ακριβής, σωστός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accurate"
square

having four even sides and four right angles, forming a shape resembling a regular square

τετράγωνος, τετράπλευρος

τετράγωνος, τετράπλευρος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "square"
nuclear

relating to, producing, or powered by nuclear energy

πυρηνικός, πυρηνική

πυρηνικός, πυρηνική

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nuclear"
capable

having the required quality or ability for doing something

ικανός, καταρτισμένος

ικανός, καταρτισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capable"
independent

able to do things as one wants without needing help from others

ανεξάρτητος, αυτόνομος

ανεξάρτητος, αυτόνομος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "independent"
broad

having a large distance between one side and another

φαρδύς, ευρύς

φαρδύς, ευρύς

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broad"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek