pattern

500 Πιο Συνηθισμένα Αγγλικά Επίθετα - Top 401 - 425 Επίθετα

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 17 της λίστας με τα πιο κοινά επίθετα στα αγγλικά όπως "pro", "like" και "mobile".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Adjectives in English Vocabulary
constitutional

relating to or in accordance with the rules laid out in a constitution, which is a set of fundamental laws for a country or organization

συγκριτικός, συνταγματικός

συγκριτικός, συνταγματικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "constitutional"
like

identical or nearly the same in appearance, characteristics, etc.

παρόμοιος, ομοιός

παρόμοιος, ομοιός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "like"
pro

(of people or events) professional, especially in sports

επαγγελματίας, προσωπικός

επαγγελματίας, προσωπικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pro"
wealthy

having a large amount of money or valuable possessions

πλούσιος, ευκατάστατος

πλούσιος, ευκατάστατος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wealthy"
immediate

done or performed without any time gap

άμεσος, κατεπείγων

άμεσος, κατεπείγων

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immediate"
mobile

not fixed and able to move or be moved easily or quickly

κινητός, φορητός

κινητός, φορητός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mobile"
remarkable

worth noticing, especially because of being unusual or extraordinary

εξαιρετικός, εντυπωσιακός

εξαιρετικός, εντυπωσιακός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "remarkable"
relative

measured or judged in comparison to something else

σχετικός, συναφής

σχετικός, συναφής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relative"
prime

first in importance or rank

πρωταρχικός, κύριος

πρωταρχικός, κύριος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prime"
organic

(of food or farming techniques) produced or done without any artificial or chemical substances

οργανικός, βιολογικός

οργανικός, βιολογικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "organic"
tricky

difficult to do or handle and requiring skill or caution

δύσκολος, επικίνδυνος

δύσκολος, επικίνδυνος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tricky"
focused

paying close attention and concentrating on a specific goal, activity, or task

επικεντρωμένος, συγκεντρωμένος

επικεντρωμένος, συγκεντρωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "focused"
magical

related to or practicing magic

μαγικός, μαγευτικός

μαγικός, μαγευτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magical"
dumb

struggling to learn or understand things quickly

χαζός, ανόητος

χαζός, ανόητος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dumb"
solar

related to the sun

ηλιακός, ηλίου

ηλιακός, ηλίου

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solar"
plastic

made or consisting of plastic, a substance produced in a chemical process

πλαστικός, κατασκευασμένος από πλαστικό

πλαστικός, κατασκευασμένος από πλαστικό

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plastic"
Indian

relating to India or its people or languages

ινδικός, ινδικής

ινδικός, ινδικής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Indian"
south

located toward the southern direction

νότιος, νότια

νότιος, νότια

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "south"
given

stated or specified; acknowledged or supposed

δοθείς, καθορισμένος

δοθείς, καθορισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "given"
magic

describing or practicing special abilities or powers

μαγικός, μαγευτικός

μαγικός, μαγευτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magic"
calm

not showing worry, anger, or other strong emotions

ήρεμος, γηπεδικός

ήρεμος, γηπεδικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calm"
comic

connected with or in the style of comedy

κωμικός, κωμωδικός

κωμικός, κωμωδικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comic"
brief

short in duration

σύντομος, βραχύς

σύντομος, βραχύς

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brief"
ordinary

not unusual or different in any way

καθημερινός, συνηθισμένος

καθημερινός, συνηθισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ordinary"
senior

having a higher status or rank than someone else within an organization, profession, or hierarchy

ανώτερος, πρεσβύτερος

ανώτερος, πρεσβύτερος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "senior"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek