pattern

500 Πιο Συνηθισμένα Αγγλικά Επίθετα - Κορυφαία 426 - 450 Επίθετα

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 18 της λίστας με τα πιο κοινά επίθετα στα αγγλικά όπως "grand", "viral" και "unable".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Adjectives in English Vocabulary
confused

feeling uncertain or not confident about something because it is not clear or easy to understand

μπερδεμένος, σύγχυσης

μπερδεμένος, σύγχυσης

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confused"
grand

magnificent in size and appearance

μεγαλειώδης, γαλήνιος

μεγαλειώδης, γαλήνιος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grand"
narrow

having a limited distance between opposite sides

στενός, 좁ός

στενός, 좁ός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "narrow"
boring

making us feel tired and unsatisfied because of not being interesting

βαρετός, κούραση

βαρετός, κούραση

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boring"
viral

(of a video, picture, piece of news, etc.) shared quickly on social media among a lot of Internet users

ιόδικος,  viral

ιόδικος, viral

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "viral"
unable

being incapable of or lacking the skill, means, etc. necessary for doing something

ανίκανος, αδύνατος

ανίκανος, αδύνατος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unable"
deadly

having the potential to cause death

θανατηφόρος, θανάσιμος

θανατηφόρος, θανάσιμος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deadly"
external

located on the outer surface of something

εξωτερικός, εξωτερική

εξωτερικός, εξωτερική

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "external"
slight

not a lot in amount or extent

ελαφρός, μικρός

ελαφρός, μικρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slight"
silent

having or making little or no sound

σιωπηλός, ήσυχος

σιωπηλός, ήσυχος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "silent"
purple

having the color of most ripe eggplants

μωβ, βιολετί

μωβ, βιολετί

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "purple"
gross

extremely bad, unacceptable, and often considered immoral

απαίσια, κατάπτυστη

απαίσια, κατάπτυστη

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gross"
vulnerable

easily hurt, often due to weakness or lack of protection

ευάλωτος, αδύναμος

ευάλωτος, αδύναμος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vulnerable"
racial

related to the way humankind is sometimes divided into, which is based on physical attributes or shared ancestry

φυλετικός, ρατσιστικός

φυλετικός, ρατσιστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "racial"
northern

positioned in the direction of the north

βόρειος, βόρειας

βόρειος, βόρειας

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "northern"
toxic

consisting of poisonous substances

τοξικός, δηλητηριώδης

τοξικός, δηλητηριώδης

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toxic"
republican

relating to or similar to a republic; supporting the principles and doctrines of a republic

δημοκρατικός, δημοκρατία-σχετικός

δημοκρατικός, δημοκρατία-σχετικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "republican"
blind

not able to see

τυφλός, άνθρωπος χωρίς όραση

τυφλός, άνθρωπος χωρίς όραση

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blind"
vocal

relating to the voice, especially the human voice

φωνητικός, φωνητικός (έχει σχέση με τη φωνή)

φωνητικός, φωνητικός (έχει σχέση με τη φωνή)

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vocal"
kind

friendly, nice, and caring toward other people's feelings

καλός, ευγενικός

καλός, ευγενικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kind"
reliable

able to be trusted to perform consistently well and meet expectations

αξιοπιστος, εμπιστευσιμος

αξιοπιστος, εμπιστευσιμος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reliable"
round

having a circular shape, often spherical in appearance

στρογγυλός, περίστροφος

στρογγυλός, περίστροφος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "round"
sound

free from damage, disease, etc. and in a good condition

υγιής, εντάξει

υγιής, εντάξει

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sound"
pink

having the color of strawberry ice cream

ροζ, ροζέ

ροζ, ροζέ

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pink"
automatic

(of devices or processes) being or working with little or no human involvement

αυτόματος, αυτοματοποιημένος

αυτόματος, αυτοματοποιημένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "automatic"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek