pattern

Βιβλίο English File - Προ-ενδιάμεσο - Μάθημα 4Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 4Β στο βιβλίο μαθημάτων English File Pre-Intermediate, όπως "καλάθι", "απόδειξη", "λογαριασμός" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Pre-intermediate
shopping

the act of buying goods from stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopping"
basket

an object, usually made of wicker or plastic, with a handle for carrying or keeping things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "basket"
changing room

a room that people use in stores, gyms, schools, etc. to change or try on clothes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "changing room"
self-service

(of a restaurant, store, etc.) providing customers with the chance to serve themselves and then pay for it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-service"
checkout

a place in a supermarket where people pay for the goods they buy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "checkout"
customer

a person, organization, company, etc. that pays to get things from businesses or stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "customer"
receipt

a written or printed document that shows the payment for a set of goods or services has been made

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "receipt"
shelf

a flat, narrow board made of wood, metal, etc. attached to a wall, to put items on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shelf"
shop assistant

someone whose job is to serve or help customers in a shop

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shop assistant"
shopping bag

a bag made of cloth, paper, or plastic with two handles, used for carrying what you buy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopping bag"
sales

the total amount of income a company, store, etc. makes from the sales of goods or services over a specific period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sales"
till

a machine that is used in restaurants, stores, etc. to calculate the overall price of something, store the received money, and record each transaction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "till"
trolley

a vehicle that has two or four wheels and is used to carry objects in an airport, terminal, or supermarket

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trolley"
to go

to view a specific page or website

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
website

a group of related data on the Internet with the same domain name published by a specific individual, organization, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "website"
to create

to bring something into existence or make something happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to create"
account

an arrangement based on which a user is given a private and personalized access to an online platform, application, or computer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "account"
to click

to select an item or function from a computer screen, etc. using a mouse or touchpad

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to click"
item

a distinct thing, often an individual object or entry in a list or collection

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "item"
to proceed

to begin a process or course of action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to proceed"
payment

an amount of money that is paid for something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "payment"
delivery

the act or process of taking goods, letters, etc. to whomever they have been sent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delivery"
address

the information that helps us find a place so we can go there or send a letter or package to that place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "address"
with

used when two or more things or people are together in a single place

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "with"
credit card

a plastic card, usually given to us by a bank, that we use to pay for goods and services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "credit card"
debit card

a small plastic card we use to pay for what we buy with the money taken directly from our bank account

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "debit card"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek