pattern

Βιβλίο Top Notch 3B - Ενότητα 7 - Μάθημα 4

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - Μάθημα 4 στο βιβλίο μαθημάτων Top Notch 3B, όπως "αρραβώνας", "δεξίωση", "νεόνυμφος" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Top Notch 3B
to get married

to legally become someone's wife or husband

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [get] married"
event

anything that takes place, particularly something important

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "event"
engagement

an agreement between two people to get married or the duration of this agreement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "engagement"
marriage ceremony

an event that consists of two people legally becoming each other's wife or husband

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marriage ceremony"
wedding

a ceremony or event where two people are married

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wedding"
reception

a formal party held to celebrate an event or welcome someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reception"
honeymoon

a holiday taken by newlyweds immediately after their wedding

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "honeymoon"
fiance

a man who is engaged to someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fiance"
fiancee

a woman who is engaged to someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fiancee"
bride

a woman who is about to be married or has recently been married

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bride"
groom

a man who is getting married

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "groom"
newlywed

someone who has recently gotten married

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "newlywed"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek