pattern

Βιβλίο English Result - Στοιχειώδης - Μονάδα 12 - 12Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 12 - 12Α στο βιβλίο μαθημάτων English Result Elementary, όπως "shopkeeper", "evening", "mechanic" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English Result - Elementary
bank manager

a person whose job involves being in charge of a specific branch of a bank

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bank manager"
dentist

someone who is licensed to fix and care for our teeth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dentist"
doctor

someone who has studied medicine and treats sick or injured people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "doctor"
mechanic

a person whose job is repairing and maintaining motor vehicles and machinery

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mechanic"
men

the total force of workers available for a specific job or task

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "men"
hairdresser

someone ‌whose job is to cut, wash and style hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairdresser"
optician

a person whose job is to test people's eyes and sight or to make and supply glasses or contacts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optician"
shopkeeper

someone who manages or owns a shop

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopkeeper"
woman

a person who is a female adult

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "woman"
mid-morning

the time halfway between early morning and noon, typically around 9 to 11 a.m.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mid-morning"
late morning

the time period close to noon, typically between 10 a.m. and 12 p.m.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "late morning"
evening

the time of day that is between the time that the sun starts to set and when the sky becomes completely dark

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evening"
time

the quantity that is measured in seconds, minutes, hours, etc. using a device like clock

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "time"
day

a period of time that is made up of twenty-four hours

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "day"
tomorrow

the day that will come after today ends

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tomorrow"
next

used to refer to the day of the week that follows the present day or is closest in time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "next"
week

a period of time that is made up of seven days in a calendar

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "week"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek