pattern

Βιβλίο English Result - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 9 - 9C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - 9Γ στο βιβλίο μαθημάτων English Result Pre-Intermediate, όπως "efort", "appointment", "holegrain" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English Result - Pre-intermediate
sweet

containing sugar or having a taste that is like sugar

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweet"
oil

a liquid that is smooth and thick, made from animals or plants, and used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oil"
fat

a substance in the bodies of animals and humans, stored under the skin, which helps them keep warm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fat"
sugar

a sweet white or brown substance that is obtained from plants and used to make food and drinks sweet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sugar"
cheese

a soft or hard food made from milk that is usually yellow or white in color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cheese"
milk

the white liquid we get from cows, sheep, or goats that we drink and use for making cheese, butter, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "milk"
red meat

the meat such as beef and lamb that turn brown when cooked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "red meat"
egg

an oval or round thing that is produced by a chicken and can be used for food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "egg"
fish

an animal with a tail, gills and fins that lives in water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fish"
bean

a seed growing in long pods on a climbing plant, eaten as a vegetable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bean"
fruit

something we can eat that grows on trees, plants, or bushes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fruit"
vegetable

a plant or a part of it that we can eat either raw or cooked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vegetable"
bread

a type of food made from flour, water and usually yeast mixed together and baked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bread"
cereal

food made from grain, eaten with milk particularly in the morning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cereal"
pasta

an Italian food that is a mixture of flour, water, and at times eggs formed it into different shapes, typically eaten with a sauce when cooked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pasta"
butter

a soft, yellow food made from cream that we spread on bread or use in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "butter"
white rice

having husk or outer brown layers removed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white rice"
white bread

a type of bread made from wheat flour that has been stripped of its bran and germ, resulting in a lighter color and a milder flavor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white bread"
potato

a round vegetable that grows beneath the ground, has light brown skin, and is used cooked or fried

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "potato"
alcohol

any drink that can make people intoxicated, such as wine, beer, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alcohol"
vitamin pill

a pill containing one or more vitamins; taken as a dietary supplement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vitamin pill"
chicken

the flesh of a chicken that we use as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chicken"
vegetable oil

a type of cooking oil derived from plant sources, such as seeds or fruits

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vegetable oil"
wholegrain

the entire kernel, providing more nutrients and fiber than processed grains

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wholegrain"
exercise

a mental or physical activity that helps keep our mind and body healthy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exercise"
nut

a small fruit with a seed inside a hard shell that grows on some trees

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nut"
to make

to form, produce, or prepare something, by putting parts together or by combining materials

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make"
bed

furniture we use to sleep on that normally has a frame and mattress

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bed"
mess

a state of disorder, untidiness, or confusion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mess"
phone call

the act of speaking to someone or trying to reach them on the phone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phone call"
to have

(dummy verb) to perform an action that is specified by a noun

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to have"
shower

a piece of equipment that flows water all over your body from above

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shower"
appointment

a planned meeting with someone, typically at a particular time and place, for a particular purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appointment"
effort

an attempt to do something, particularly something demanding

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "effort"
to do

to perform an action that is not mentioned by name

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to do"
to make

to prepare or cook something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make"
dinner

the main meal of the day that we usually eat in the evening

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dinner"
shopping

the act of buying goods from stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopping"
holiday

a period of time away from home or work, typically to relax, have fun, and do activities that one enjoys

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "holiday"
to wash up

to clean plates, cups, bowls, or other kitchen items after eating

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wash up"
homework

schoolwork that students have to do at home

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homework"
cleaning

the action or process of making something, especially inside a house, etc. clean

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cleaning"
to sleep

to rest our mind and body, with our eyes closed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sleep"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek