pattern

Βιβλίο English Result - Ενδιάμεσο - Μονάδα 7 - 7C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - 7Γ στο βιβλίο μαθημάτων English Result Intermediate, όπως "climbing", "shave", "message" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English Result - Intermediate
body

our or an animal's hands, legs, head, and every other part together

σώμα, κλεισμένος χώρος

σώμα, κλεισμένος χώρος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "body"
exercise

a mental or physical activity that helps keep our mind and body healthy

άσκηση, γυμναστική

άσκηση, γυμναστική

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exercise"
climbing

the activity or sport of going upwards toward the top of a mountain or rock

αναρρίχηση, σκηνοβολία

αναρρίχηση, σκηνοβολία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "climbing"
comb

a flat piece of plastic, metal, etc. with a row of thin teeth, used for untangling or arranging the hair

χτένα, κομμωτήριο

χτένα, κομμωτήριο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comb"
elbow

the joint where the upper and lower parts of the arm bend

αγκώνας, αγκωνάκι

αγκώνας, αγκωνάκι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elbow"
gym

a place with special equipment that people go to exercise or play sports

γήπεδο, γυμναστήριο

γήπεδο, γυμναστήριο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gym"
haircut

a particular style or shape in which someone's hair is cut

κούρεμα, κοπή μαλλιών

κούρεμα, κοπή μαλλιών

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "haircut"
jogging

the sport or activity of running at a slow and steady pace

τζόγκινγκ, δρομική άσκηση

τζόγκινγκ, δρομική άσκηση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jogging"
knee

the body part that is in the middle of the leg and helps it bend

γόνατο, κονδύλος

γόνατο, κονδύλος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "knee"
limb

an arm or a leg of a person or any four-legged animal, or a wing of any bird

μέλος, άκρο

μέλος, άκρο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "limb"
massage

a therapeutic technique involving muscle manipulation for relaxation and healing

μασάζ, μασάζα

μασάζ, μασάζα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "massage"
to shave

to remove hair from the body using a razor or similar tool

ξυρίζω, αφαιρώ τρίχες

ξυρίζω, αφαιρώ τρίχες

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shave"
steam bath

a room filled with hot steam for relaxation and cleansing purposes

ατμόλουτρο, λουτρό ατμού

ατμόλουτρο, λουτρό ατμού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "steam bath"
thumb

the thick finger that has a different position than the other four

αντίχειρας, μέγας δάχτυλος

αντίχειρας, μέγας δάχτυλος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thumb"
toe

each of the five parts sticking out from the foot

δάκτυλος, στόλος

δάκτυλος, στόλος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toe"
walking

the act of taking long walks, particularly in the mountains or countryside, for pleasure or exercise

πεζοπορία, πορεία

πεζοπορία, πορεία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "walking"
yoga

a Hindu philosophy that focuses on mental and physical exercises which allow someone to be more conscious and united with the spirit of the universe

γιόγκα, γιογκισμός

γιόγκα, γιογκισμός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yoga"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek