pattern

Βιβλίο English Result - Ενδιάμεσο - Ενότητα 11 - 11Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 11 - 11Δ στο βιβλίο μαθημάτων English Result Intermediate, όπως "βενζίνη", "ταχύτητα", "σκασμένο ελαστικό" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English Result - Intermediate
travel

the act of going to a different place, usually a place that is far

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "travel"
problem

something that causes difficulties and is hard to overcome

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "problem"
to run out

to use the available supply of something, leaving too little or none

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run out"
petrol

a liquid fuel that is used in internal combustion engines such as car engines, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petrol"
money

something that we use to buy and sell goods and services, can be in the form of coins or paper bills

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "money"
to miss

to fail to catch a bus, airplane, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to miss"
plane

a winged flying vehicle driven by one or more engines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plane"
stop

a place where a train or bus usually stops for passengers to get on or off

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stop"
ticket

a piece of paper or card that shows you can do or get something, like ride on a bus or attend an event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ticket"
to lose

to be deprived of or stop having someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lose"
wallet

a pocket-sized, folding case that is used for storing paper money, coin money, credit cards, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wallet"
way

a passage that we use to get to a place or reach to a point

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "way"
to get stuck in

to not be able to move from a place or position

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [get] stuck (in|into)"
speeding

the traffic offence of driving faster than is legally allowed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "speeding"
flat tire

a tire of a car, bike, etc. that has been deflated

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flat tire"
breakdown

a situation in which something fails to work properly, especially because of a mechanical failure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breakdown"
accident

an unexpected and unpleasant event that happens by chance, usually causing damage or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accident"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek