pattern

Βιβλίο English Result - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 5 - 5C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 - 5Γ στο βιβλίο μαθημάτων English Result Upper-Intermediate, όπως "duty", "arrangement", "guess" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English Result - Upper-intermediate
to do somebody a favor

to perform a helpful or kind act for someone, typically without expecting something in return

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [do] {sb} a (favor | solid)"
to do

(dummy verb) to perform an action that is specified by a noun

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to do"
job

the work that we do regularly to earn money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "job"
exercise

a mental or physical activity that helps keep our mind and body healthy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exercise"
better

having more of a good quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "better"
business

the activity of providing services or products in exchange for money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "business"
good

having a quality that is satisfying

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "good"
harm

any physical injury to the body, especially one inflicted deliberately that is caused by a person or an event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "harm"
shopping

the act of buying goods from stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopping"
work

activity that requires physical or mental effort

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "work"
well

in a way that is right, good, or satisfactory

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well"
homework

schoolwork that students have to do at home

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homework"
duty

the feeling that makes people do what society expects of them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "duty"
to make a fool (out) of oneself

to embarrass oneself through foolish or silly actions, resulting in a loss of dignity or being perceived as ridiculous

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [make] a fool (out|) of {oneself}"
mistake

an act or opinion that is wrong

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mistake"
to make a (phone) call

to use a telephone or other communication device to start a phone conversation with someone

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [make] a (phone) call"
to make

to form, produce, or prepare something, by putting parts together or by combining materials

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make"
appointment

a planned meeting with someone, typically at a particular time and place, for a particular purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appointment"
guess

a statement or opinion made based on limited information or speculation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guess"
to make an effort

to try to do or accomplish something, particularly something difficult

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [make] an effort"
arrangement

a mutual understanding or agreement established between people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arrangement"
friend

someone we know well and trust, but normally they are not part of our family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friend"
to make sure

to take steps to confirm if something is correct, safe, or properly arranged

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [make] sure"
to make oneself understood

to express one's thoughts and ideas clearly and effectively so that others can understand them easily

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [make] {oneself} understood"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek