pattern

Βιβλίο Face2Face - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 1 - 1C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 - 1Γ στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Pre-Intermediate, όπως «θέατρο», «ελεύθερος χρόνος», «περιστασιακά» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2Face - Pre-intermediate
free time

a period when no work or essential tasks need to be done, allowing for activities of personal choice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "free time"
activity

something that a person spends time doing, particularly to accomplish a certain purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "activity"
to do

to perform an action that is not mentioned by name

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to do"
yoga

a system of physical exercises, including breath control and meditation, practiced to gain more control over your body and mind

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yoga"
to play

to take part in a game or activity for fun

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play"
volleyball

a type of sport in which two teams of 6 players try to hit a ball over a net and into the other team's side

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "volleyball"
to go

to travel or move from one location to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
cycling

the sport or activity of riding a bicycle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cycling"
theater

a place, usually a building, with a stage where plays and shows are performed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "theater"
museum

a place where important cultural, artistic, historical, or scientific objects are kept and shown to the public

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "museum"
running

the act of walking in a way that is very fast and both feet are never on the ground at the same time, particularly as a sport

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "running"
basketball

a type of sport where two teams, with often five players each, try to throw a ball through a net that is hanging from a ring and gain points

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "basketball"
judo

a martial art and sport that emphasizes grappling and throwing techniques, originated in Japan

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "judo"
art gallery

a building where works of art are displayed for the public to enjoy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "art gallery"
skateboarding

the sport or activity of riding a skateboard

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skateboarding"
card

any of the 52 stiff rectangular pieces of paper that are each characterized by their signs and numbers or pictures on one side, used in playing different card games

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "card"
diving

‌the activity or sport of jumping into water from a diving board, with the head and arms first

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diving"
Pilates

a form of exercise that focuses on strengthening and toning the body, improving flexibility, and enhancing posture through a series of controlled movements

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Pilates"
concert

a public performance by musicians or singers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concert"
gig

a performance of live music, comedy, or other entertainment, usually by one or more performers in front of an audience

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gig"
mountain biking

the activity or sport of riding a mountain bike over rough ground

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mountain biking"
gym

a place with special equipment that people go to exercise or play sports

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gym"
table tennis

a game played on a table by two or four players who bounce a small ball on the table over a net using special rackets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "table tennis"
gymnastics

a sport that develops and displays one's agility, balance, coordination, and strength

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gymnastics"
festival

a period of time that is celebrated due to cultural or religious reasons

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "festival"
chess

a strategic two-player board game where players move pieces with different abilities across a board with the objective of capturing the opponent's king

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chess"
hardly ever

in a manner that almost does not occur or happen

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hardly ever"
always

at all times, without any exceptions

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "always"
never

not at any point in time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "never"
sometimes

on some occasions but not always

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sometimes"
occasionally

not on a regular basis

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "occasionally"
often

on many occasions

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "often"
usually

in most situations or under normal circumstances

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "usually"
normally

under regular or usual circumstances

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "normally"
generally

in a way that is true in most cases

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generally"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek