pattern

Βιβλίο Face2Face - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 6 - 6C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - 6Γ στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Pre-Intermediate, όπως "απρόσεκτος", "οργανωμένος", "ελκυστικός" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2Face - Pre-intermediate
patient

able to remain calm, especially in challenging or difficult situations, without becoming annoyed or anxious

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patient"
considerate

thoughtful of others and their feelings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "considerate"
honest

telling the truth and having no intention of cheating or stealing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "honest"
reliable

able to be trusted to perform consistently well and meet expectations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reliable"
employed

having a job or being currently working for someone or a company

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "employed"
mature

fully-grown and physically developed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mature"
helpful

offering assistance or support, making tasks easier or problems more manageable for others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helpful"
selfish

always putting one's interests first and not caring about the needs or rights of others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "selfish"
impatient

unable to wait calmly for something or someone, often feeling irritated or frustrated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impatient"
inconsiderate

(of a person) lacking or having no respect or regard for others' feelings or rights

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inconsiderate"
dishonest

not truthful or trustworthy, often engaging in immoral behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dishonest"
unreliable

liable to be erroneous or misleading

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unreliable"
unemployed

without a job and seeking employment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unemployed"
immature

not fully developed mentally or emotionally, often resulting in behaviors or reactions that are childish

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immature"
unhelpful

not providing any assistance or useful help in making a situation better or easier

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unhelpful"
unselfish

showing concern for the needs and happiness of others over one's own interests or benefits

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unselfish"
happy

emotionally feeling good

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "happy"
intelligent

good at learning things, understanding ideas, and thinking clearly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intelligent"
polite

showing good manners and respectful behavior towards others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polite"
ambitious

trying or wishing to gain great success, power, or wealth

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ambitious"
friendly

kind and nice toward other people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friendly"
possible

able to exist, happen, or be done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "possible"
attractive

having features or characteristics that are pleasing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attractive"
correct

accurate and in accordance with reality or truth

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "correct"
sure

feeling confident about something being correct or true

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sure"
healthy

not having physical or mental problems

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "healthy"
unhappy

experiencing a lack of joy or positive emotions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unhappy"
unintelligent

lacking the ability to understand, reason, or make good decisions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unintelligent"
impolite

having bad manners or behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impolite"
unambitious

not having a strong desire or motivation to succeed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unambitious"
unfriendly

not kind or nice toward other people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfriendly"
impossible

not able to occur, exist, or be done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impossible"
unattractive

not pleasing to the eye

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unattractive"
incorrect

having mistakes or inaccuracies

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incorrect"
unsure

having doubts about or no confidence in someone or something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unsure"
unhealthy

not having a good physical or mental condition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unhealthy"
organized

(of a person) managing one's life, work, and activities in an efficient way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "organized"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek