pattern

Βιβλίο Face2Face - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 3 - 3Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - 3Α στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Pre-Intermediate, όπως «αφεντικό», «ευέλικτο», «προαγωγή» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2Face - Pre-intermediate
holiday

a period of time away from home or work, typically to relax, have fun, and do activities that one enjoys

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "holiday"
boss

a person who is in charge of a large organization or has an important position there

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boss"
employment

a paid job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "employment"
salary

an amount of money we receive for doing our job, usually monthly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salary"
friendly

kind and nice toward other people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friendly"
colleague

someone with whom one works

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "colleague"
office

a place where people work, particularly behind a desk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "office"
job security

a state in which an employee feels confident that they will not lose their job and will continue to receive a steady income

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "job security"
company car

a car that is owned and provided by a company to its employees to use for work-related purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "company car"
flexible

capable of adjusting easily to different situations, circumstances, or needs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flexible"
work hour

the amount of time that an employee spends performing their job duties within a specified period, usually a day or a week

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "work hour"
opportunity

a situation or a chance where doing or achieving something particular becomes possible or easier

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opportunity"
travel

the act of going to a different place, usually a place that is far

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "travel"
promotion

an act of raising someone to a higher rank or position

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "promotion"
sick pay

the money that an employee receives from their employer when they are unable to work due to illness or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sick pay"
holiday pay

the compensation that an employee receives from their employer for taking time off work during a holiday or vacation period

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "holiday pay"
on-the-job

(of activities or tasks) performed while working for an employer or during the course of one's employment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on-the-job"
training

the process during which someone learns the skills needed in order to do a particular job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "training"
responsibility

the obligation to perform a particular duty or task that is assigned to one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "responsibility"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek