pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 27

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
to allure

to attract or tempt someone, particularly by offering or showing something appealing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to allure"
allusion

a statement that implies or indirectly mentions something or someone else, especially as a literary device

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "allusion"
vendible

suitable to be sold

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vendible"
vendition

the act of selling things as a job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vendition"
vendor

someone on the street who offers food, clothing, etc. for sale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vendor"
thoroughbred

an animal with a purebred lineage that has not been mixed with any other breeds, and is typically associated with horses that are bred specifically for racing purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thoroughbred"
thoroughfare

a road, street, or passage that provides a direct route or passage for vehicles, pedestrians, or both

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thoroughfare"
pestilent

extremely harmful and likely to cause disease especially in a widespread manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pestilent"
pestilence

an evil and destructive force or impact

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pestilence"
impermissible

prohibited by the law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impermissible"
impervious

resistant to being affected or damaged by something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impervious"
implacable

not changing one's mind in any circumstances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "implacable"
implausible

not seeming believable or reasonable enough to be considered true

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "implausible"
defendant

a person in a law court who is sued by someone else or is accused of committing a crime

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "defendant"
defensible

capable of being easily supported by arguments or adequately justified by reasoning

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "defensible"
defensive

designed or used in a way that provides a person or thing with protection against attack

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "defensive"
defiance

a behavior in which one disobeys someone or something in a bold manner

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "defiance"
defiant

willing to disobey someone or something in authority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "defiant"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek