pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 29

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
indescribable

impossible to put into words for being too good, bad, or unusual

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indescribable"
indestructible

not capable of being destroyed easily

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indestructible"
indifferent

not showing any concern in one's attitude or actions toward a particular person, situation, or outcome

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indifferent"
indiscernible

very hard or impossible to be visually or audibly detected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indiscernible"
audit

a formal inspection of a business's financial records to see if they are correct and accurate or not

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "audit"
auditor

a person whose job is to look into the financial statements of a company or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "auditor"
audition

a meeting during which actors, singers, or dancers show their skills and abilities in front of casting directors, producers, or other decision-makers to be considered for a role in a production

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "audition"
illegitimate

(of a child or marriage) not acknowledged by the law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illegitimate"
illiberal

not tolerant of any other opinions except for one's own

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illiberal"
illimitable

without any limits or restrictions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illimitable"
to readjust

to modify something once again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to readjust"
to reassure

to do or say something to make someone stop worrying or less afraid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reassure"
to recede

to move back or withdraw from a previous position or state

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recede"
recidivist

a person who has a tendency to do something wrong again and again even after quitting it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recidivist"
to elude

to avoid obeying a law or escaping a penalty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to elude"
elusion

the act of avoiding getting caught, usually by being fast or smart

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elusion"
elusive

hard or impossible to find or catch

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elusive"
palate

(anatomy) the inside upper side of the mouth that separates it from the nasal cavity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "palate"
palatable

(of food or drink) having a pleasant taste

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "palatable"
unpalatable

describing food that does not have a pleasant taste

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unpalatable"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek