pattern

Βιβλίο Insight - Ενδιάμεσο - Ενότητα 6 - 6Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - 6Δ του μαθήματος Insight Intermediate, όπως "καταναλωτισμός", "επιστροφή χρημάτων", "επιρροή" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Intermediate
profit

the sum of money that is gained after all expenses and taxes are paid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "profit"
to design

to make drawings according to which something will be constructed or produced

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to design"
industry

the manufacture of goods using raw materials, particularly in factories

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "industry"
to manufacture

to produce products in large quantities by using machinery

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to manufacture"
consumer

someone who buys and uses services or goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consumer"
trade

the activity of exchanging goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trade"
commercial

related to the purchasing and selling of different goods and services

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commercial"
retailer

a store, person, or business that sells goods to the public for their own use, not for resale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retailer"
trend

a fashion or style that is popular at a particular time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trend"
consumerism

the idea or belief that personal well-being and happiness depend on the purchase of material goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consumerism"
to display

to publicly show something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to display"
experience

the skill and knowledge we gain from doing, feeling, or seeing things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "experience"
to influence

to have an effect on a particular person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to influence"
market

a public place where people buy and sell groceries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "market"
present

something given to someone as a sign of appreciation or on a special occasion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "present"
to promise

to tell someone that one will do something or that a particular event will happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to promise"
to purchase

to get goods or services in exchange for money or other forms of payment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to purchase"
refund

an amount of money that is paid back because of returning goods to a store or one is not satisfied with the goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refund"
research

a careful and systematic study of a subject to discover new facts or information about it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "research"
to risk

to put someone or something important in a situation where they could be harmed, lost, or destroyed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to risk"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek