pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Ζώνη 5 και Κάτω) - Προκλήσεις

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με Προκλήσεις που είναι απαραίτητες για τις εξετάσεις General Training IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (5)
challenging

requiring significant effort, skill, or determination to overcome or accomplish successfully

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "challenging"
demanding

(of a task) needing great effort, skill, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "demanding"
tough

difficult to achieve or deal with

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tough"
trying

difficult to deal with

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trying"
time-consuming

(of an activity, task, or process) taking up a significant amount of time, and therefore requiring a considerable amount of effort or patience

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "time-consuming"
overwhelming

too intense or powerful to resist or manage effectively

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overwhelming"
to face

to deal with a given situation, especially an unpleasant one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to face"
to confront

to face or deal with a problem or difficult situation directly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to confront"
to deal with

to take the necessary action regarding someone or something specific

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deal with"
to meet

to be subjected to or challenged by a certain fate, circumstance, attitude, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to meet"
to address

to think about a problem or an issue and start to deal with it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to address"
to handle

to deal with a situation or problem successfully

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to handle"
to struggle

to put a great deal of effort to overcome difficulties or achieve a goal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to struggle"
to tolerate

to allow something one dislikes, especially certain behavior or conditions, without interference or complaint

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tolerate"
to solve

to find an answer or solution to a question or problem

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to solve"
to cope

to handle a difficult situation and deal with it successfully

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cope"
to adapt

to adjust oneself to fit into a new environment or situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to adapt"
to stand

to be willing to accept or tolerate a difficult situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stand"
to bear

to allow the presence of an unpleasant person, thing, or situation without complaining or giving up

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bear"
to obtain

to get something, often with difficulty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to obtain"
to encounter

to be faced with an unexpected difficulty during a process

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to encounter"
to conquer

to overcome a challenge or obstacle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conquer"
to tackle

to try to deal with a difficult problem or situation in a determined manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tackle"
manageable

easy to be controlled or dealt with

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manageable"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek