pattern

Επιρρήματα Χρόνου και Τόπου - Επιρρήματα χαμηλής συχνότητας

Αυτά τα επιρρήματα δείχνουν πόσο ακανόνιστα ή σπάνια συμβαίνει κάτι, για παράδειγμα «ποτέ», «σπάνια», «περιστασιακά» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized Adverbs of Time and Place
never

not at any point in time

ποτέ, κανένα φορά

ποτέ, κανένα φορά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "never"
ever

at any point in time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ever"
hardly ever

in a manner that almost does not occur or happen

σχεδόν ποτέ, σπάνια

σχεδόν ποτέ, σπάνια

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hardly ever"
once

for one single time

μία φορά, άπαξ

μία φορά, άπαξ

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "once"
one time

for a single instance

μία φορά, έναντι φορές

μία φορά, έναντι φορές

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "one time"
twice

for two instances

δύο φορές, παλιν

δύο φορές, παλιν

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "twice"
rarely

on a very infrequent basis

σπάνια, αραιά

σπάνια, αραιά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rarely"
seldom

used to refer to something that happens rarely or infrequently

σπάνια, σπάνιως

σπάνια, σπάνιως

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seldom"
infrequently

on very rare occasions

σπάνια, σπανίως

σπάνια, σπανίως

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infrequently"
sporadically

at irregular and unpredictable intervals of time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sporadically"
uncommonly

in a way that is rare or not customary

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncommonly"
occasionally

not on a regular basis

μερικώς, που και που

μερικώς, που και που

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "occasionally"
(every) now and then

on irregular but not rare occasions

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "(every|) now and then"
now and again

on occasions that are not regular or frequent

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "now and again"
at times

at moments that are not constant or regular

μερικές φορές, κατά περιόδους

μερικές φορές, κατά περιόδους

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at times"
on occasion

at infrequent intervals

κατά καιρούς, προσωπικά

κατά καιρούς, προσωπικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on occasion"
periodically

now and then or from time to time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "periodically"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek