pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 6-7) - Μοναδικότητα

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το Uniqueness που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (6-7)
matchless

showing a unique and exceptional quality that is unparalleled or without equal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "matchless"
incomparable

not capable of being matched in quality, value, or degree with something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incomparable"
distinctive

possessing a quality that is noticeable and different

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distinctive"
peerless

incapable of being compared to others of its kind because its far better than any other

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peerless"
unparalleled

having no equal or match due to excellence and uniqueness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unparalleled"
exclusive

limited or available to only a specific group, individual, or category

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exclusive"
extraordinary

very unusual, special, or surprising

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extraordinary"
standout

particularly noticeable or remarkable in comparison to others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "standout"
unrepeatable

not capable of being replicated or reproduced due to uniqueness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unrepeatable"
irreplaceable

impossible to be substituted or replaced due to uniqueness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irreplaceable"
unprecedented

never having existed or happened before

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unprecedented"
unmatched

having no equal or equivalent in quality, skill, or excellence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unmatched"
unequalled

highest-ranked or best in a category

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unequalled"
one-of-a-kind

unique and unlike anything else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "one-of-a-kind"
out of the ordinary

standing apart from the typical or usual occurrences

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "out of the ordinary"
eccentric

behaving in a manner that is considered strange and unconventional

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eccentric"
curious

unusual or strange in a way that is unexpected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curious"
unconventional

not following typical or commonly accepted practices or norms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unconventional"
peculiar

not considered usual or normal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peculiar"
bizarre

very strange or unusual in a way that surprises or confuses people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bizarre"
queer

unusual or deviating from what is considered conventional or expected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "queer"
exotic

exciting or beautiful because of having qualities that are very unusual or different

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exotic"
non-standard

deviating from the established standard or norm

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "non-standard"
atypical

irregular and uncommon in a group, type, or class

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atypical"
infrequent

happening at irregular intervals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infrequent"
occasional

happening or done from time to time, without a consistent pattern

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "occasional"
seldom

rarely occurring or happening

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seldom"
rare

happening infrequently or uncommon in occurrence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rare"
radical

(of actions, ideas, etc.) very new and different from the norm

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radical"
pioneering

characterized by being at the forefront of new developments or leading the way in innovation and exploration

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pioneering"
conventional

following established customs, practices, or standards that are widely accepted or commonly used

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conventional"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek