pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 6-7) - Χρόνος και Διάρκεια

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τον Χρόνο και τη Διάρκεια που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (6-7)
lasting

continuing or enduring for a long time, without significant changes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lasting"
interminable

feeling endlessly long and tedious

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interminable"
durable

able to last for a long time without breaking or wearing out easily

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "durable"
tardy

failing to be on time or meet a scheduled deadline

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tardy"
drawn-out

prolonged or extended longer than expected or necessary

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drawn-out"
indestructible

able to endure for an extended period without breaking or wearing out easily

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indestructible"
prompt

done or happening without delay

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prompt"
brief

short in duration

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brief"
eternal

continuing or existing forever

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eternal"
temporary

existing for a limited time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "temporary"
ongoing

currently occurring or continuing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ongoing"
passing

lasting for a brief time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "passing"
timeless

remaining unaffected by the passage of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "timeless"
enduring

having the ability to last over a long period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enduring"
to put off

to postpone an appointment or arrangement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put off"
to dawdle

to waste time or move slowly by being hesitant

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dawdle"
to prorogue

to temporarily suspend or postpone something until a specified later date

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prorogue"
to procrastinate

to postpone something that needs to be done

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to procrastinate"
to postpone

to arrange or put off an activity or an event for a later time than its original schedule

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to postpone"
to delay

to arrive later than expected or planned

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to delay"
protracted

lasting for a longer time than necessary

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "protracted"
prolonged

extended in length or size, often making it appear longer than usual

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prolonged"
ageless

enduring timelessly and unaffected by the constraints of time or aging

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ageless"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek