pattern

Σχετικά Επιρρήματα - Επιρρήματα Ιατρικής και Ψυχολογίας

Αυτά τα επιρρήματα σχετίζονται με τον τομέα της ιατρικής και της ψυχολογίας και περιγράφουν καταστάσεις του σώματος και του νου, όπως «διανοητικά», «κλινικά», «προφορικά» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized Relational Adverbs
medically

regarding or concerning medical matters, procedures, or conditions

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medically"
clinically

in a way related to clinical practices or medical examinations and treatments

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clinically"
genetically

in a manner that is related to genetics or genes

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "genetically"
physiologically

in a way related to the functions and processes of living organisms, especially concerning the body's physical and chemical processes

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "physiologically"
physically

in relation to the body as opposed to the mind

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "physically"
medicinally

in a way related to using medicine or medical treatment

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medicinally"
intravenously

through or within a vein

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intravenously"
pathologically

with regard to the study, diagnosis, or treatment of diseases or abnormal conditions

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pathologically"
developmentally

with regard to the growth or changes that happen during the process of development, whether physical, mental, or emotional

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "developmentally"
nutritionally

regarding food and its impact on health, growth, and well-being

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nutritionally"
anatomically

with regard to the structure and organization of the body and its parts

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anatomically"
vocally

regarding the use of the voice, especially when speaking or singing

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vocally"
orally

regarding the method of ingesting medication or drugs through the mouth

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "orally"
optically

with regard to how people see things or use light, especially with lenses or visual processes

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "optically"
nasally

with regard to the nose or using the nose, particularly in producing sounds or administering substances

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nasally"
facially

with regard to the face or its features, often referring to expressions, treatments, or actions involving the face

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "facially"
psychically

with regard to the mind, mental processes, or perceptions beyond normal senses

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "psychically"
therapeutically

for the purpose of healing, treatment, or the improvement of well-being

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "therapeutically"
psychologically

in a way that is related to someone's mind or emotions

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "psychologically"
mentally

regarding one's mind, mental capacities, or aspects of mental well-being

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mentally"
intellectually

with regard to thinking, reasoning, or understanding, especially in terms of mental and analytical abilities

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intellectually"
cognitively

with regard to thinking processes, learning, or understanding, particularly focusing on mental activities and acquiring knowledge

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cognitively"
neurologically

in a manner that relates to the nervous system or the study of the nervous system

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neurologically"
instinctually

in a manner that is related to or guided by instinct or innate behavior

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "instinctually"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek