pattern

Ακαδημαϊκό IELTS (Επίπεδο 6-7) - Στάσεις και θέσεις

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τις στάσεις και τις θέσεις που είναι απαραίτητες για την Ακαδημαϊκή εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for Academic IELTS (6-7)
to arch

to form or create an arch or curve, often referring to a graceful or curved shape

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to arch"
to tilt

to incline or lean in a particular direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tilt"
to lunge

to make a sudden, forceful forward movement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lunge"
to squat

to go to a position in which the knees are bent and the back of thighs are touching or very close to one's heels

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to squat"
to coil

to move or flow in a manner characterized by spirals

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to coil"
to uncoil

to unwind, release, or straighten something that has been wound into a spiral or twisted shape

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to uncoil"
to prop

to support, hold up, or sustain by placing or leaning against a firm or solid structure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prop"
to tuck

to place something into a sheltered or hidden position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tuck"
to straddle

to sit with one leg on either side of an object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to straddle"
to sprawl

to spread out one's limbs in a relaxed manner while sitting, falling, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sprawl"
to stoop

to bend the upper side of one's body forward

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stoop"
to crouch

to sit on one's calves and move the chest close to one's knees

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crouch"
to hunch

to bend the upper side of the body forward and make a rounded back

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hunch"
to slump

to sit, lean or fall heavily or suddenly, typically due to exhaustion, weakness, or lack of energy.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slump"
to snuggle

to settle or nestle closely and comfortably, especially for warmth or affection

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to snuggle"
to curl

to bend or position a part of body in a curved or coiled shape

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to curl"
to slouch

to sit, walk, or stand lazily with a downward head and rounded shoulders

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slouch"
to nuzzle

to affectionately press or lean against someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nuzzle"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek