pattern

Στοιχειώδες 1 - Γνώση & Προσωπική Ανάπτυξη

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τη γνώση και την προσωπική ανάπτυξη, όπως «μυαλό», «ελπίδα» και «πλάνο», προετοιμασμένες για μαθητές δημοτικού.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Elementary 1
mind

the ability in a person that makes them think, feel, or imagine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mind"
knowledge

an understanding of or information about a subject after studying and experiencing it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "knowledge"
guess

an attempt to give an answer without having enough facts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guess"
to believe

to accept something to be true even without proof

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to believe"
favorite

liked or preferred the most among the rest that are from the same category

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "favorite"
goal

our purpose or desired result

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "goal"
plan

a chain of actions that will help us reach our goals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plan"
to hope

to want something to happen or be true

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hope"
hope

a feeling of expectation and desire for a particular thing to happen or to be true

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hope"
to enjoy

to take pleasure or find happiness in something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enjoy"
decision

a choice or judgment that is made after adequate consideration or thought

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decision"
choice

an act of deciding to choose between two things or more

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "choice"
to grow up

to change from being a child into an adult little by little

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow up"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek