pattern

Στοιχειώδες 1 - Οικιακά Είδη & Διαμονή

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τα είδη σπιτιού και τις ρυθμίσεις διαβίωσης, όπως "rent", "cozy" και "key", προετοιμασμένες για μαθητές δημοτικού.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Elementary 1
equipment

the necessary things that you need for doing a particular activity or job

εξοπλισμός, κατασκευή

εξοπλισμός, κατασκευή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equipment"
washing machine

an electric machine used for washing clothes

πλυντήριο ρούχων, πλυντήριο

πλυντήριο ρούχων, πλυντήριο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "washing machine"
oven

a box-shaped piece of equipment with a front door that is usually part of a stove, used for baking, cooking, or heating food

φούρνος, κουζίνα

φούρνος, κουζίνα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oven"
flashlight

a portable handheld electric light that is powered by batteries and used to give light to a place in the dark

φακός (fakós), φορητός φωτιστικός (foritós fotistikós)

φακός (fakós), φορητός φωτιστικός (foritós fotistikós)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flashlight"
to rent

to pay someone to use something such as a car, house, etc. for a period of time

νοικιάζω, ενοικιάζω

νοικιάζω, ενοικιάζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rent"
cozy

(of a place) relaxing and comfortable, particularly because of the warmth or small size of the place

Άνετος, Ζεστός

Άνετος, Ζεστός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cozy"
to move in

to begin to live in a new house or work in a new office

μετακομίζω, μεταφέρομαι

μετακομίζω, μεταφέρομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to move in"
to move out

to change the place we live or work

μετακομώ, φεύγω από το σπίτι

μετακομώ, φεύγω από το σπίτι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to move out"
shower

a piece of equipment that flows water all over your body from above

ντους, καταιγίδα

ντους, καταιγίδα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shower"
mirror

a flat surface made of glass that people can see themselves in

καθρέφτης, καθρέπτης

καθρέφτης, καθρέπτης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mirror"
lock

a device that firmly fastens a door, closet, etc. and usually needs a key to be opened

κλειδαριά, κλείδωμα

κλειδαριά, κλείδωμα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lock"
key

a specially shaped piece of metal used for locking or unlocking a door, starting a car, etc.

κλειδί, κλειδαριά

κλειδί, κλειδαριά

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "key"
neighborhood

an area or district of a town or city that forms a community

γειτονιά, περιοχή

γειτονιά, περιοχή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neighborhood"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek