pattern

Στοιχειώδες 1 - Εξαρτήματα & Υπηρεσίες Κτιρίου

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις σχετικά με τα δομικά στοιχεία και τις υπηρεσίες, όπως "hall", "stair" και "cable", που προετοιμάζονται για μαθητές δημοτικού επιπέδου.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Elementary 1
hall

a passage that is inside a house or building with rooms on both side

χορός, διάδρομος

χορός, διάδρομος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hall"
level

one of the many floors that are in a building

επίπεδο, όροφος

επίπεδο, όροφος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "level"
stair

a series of steps connecting two floors of a building, particularly built inside a building

σκαλοπάτι, σκάλες

σκαλοπάτι, σκάλες

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stair"
entrance

an opening like a door, gate, or passage that we can use to enter a building, room, etc.

είσοδος, πρόσβαση

είσοδος, πρόσβαση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entrance"
gate

the part of a fence or wall outside a building that we can open and close to enter or leave a place

πύλη, προπύλαια

πύλη, προπύλαια

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gate"
emergency exit

a special way used to exit a building, car, etc. when a problem happens

έξοδος κινδύνου, έξοδος έκτακτης ανάγκης

έξοδος κινδύνου, έξοδος έκτακτης ανάγκης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emergency exit"
fence

a structure like a wall, made of wire, wood, etc. that is placed around an area or a piece of land

φράκτης, στεγάνωση

φράκτης, στεγάνωση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fence"
light

an object or device that produces brightness, often an electronic item like a lamp

φως (fos), λάμπα (lampa)

φως (fos), λάμπα (lampa)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "light"
utility

a service that is provided to the public, such as electricity, water, or gas, which is used in daily life

δημόσια υπηρεσία, παροχή υπηρεσιών

δημόσια υπηρεσία, παροχή υπηρεσιών

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "utility"
electricity

a source of power used for lighting, heating, and operating machines

ηλεκτρικό ρεύμα, ενέργεια

ηλεκτρικό ρεύμα, ενέργεια

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electricity"
gas

a flammable gas used mainly as a fuel

αέριο (aério), καύσιμο αέριο (kávsimo aério)

αέριο (aério), καύσιμο αέριο (kávsimo aério)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gas"
heat

the method or system used to warm a building and keep it comfortable inside, such as central heating, radiators, etc.

θέρμανση, ενεργειακή θέρμανση

θέρμανση, ενεργειακή θέρμανση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heat"
cable

a system of transmitting television waves by using underground wires

καλώδιο, καλωδιακό σύστημα

καλώδιο, καλωδιακό σύστημα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cable"
mailbox

a box outside the house were letters and packages are put

Ταχυδρομικό κουτί, Ταχυδρομική θυρίδα

Ταχυδρομικό κουτί, Ταχυδρομική θυρίδα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mailbox"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek