pattern

Στοιχειώδες 1 - Οικογένεια & Σχέσεις

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις σχετικά με την οικογένεια και τις σχέσεις, όπως «γιαγιά», «δίδυμος» και «σύντροφος», προετοιμασμένες για μαθητές δημοτικού.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Elementary 1
daddy

an informal or intimate name for fathers, used especially by children or when talking to children

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "daddy"
mommy

an informal or intimate name for mothers, used especially by children or when talking to children

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mommy"
grandparent

someone who is our mom or dad's parent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grandparent"
grandpa

the father of our mother or father

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grandpa"
grandma

the mother of our mother or father

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grandma"
granddaughter

the daughter of our son or daughter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "granddaughter"
grandson

the son of our son or daughter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grandson"
surname

the name we share with our parents that follows our first name

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surname"
partner

the person that you are married to or having a romantic relationship with

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "partner"
twin

either of two children born at the same time to the same mother

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "twin"
kid

a son or daughter of any age

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kid"
to break up

to end a relationship, typically a romantic or sexual one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to break up"
to get married

to legally become someone's wife or husband

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [get] married"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek