pattern

Στοιχειώδες 2 - Κοινωνία & Πρόοδος

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την κοινωνία και την πρόοδο, όπως "νόμος", "εκπαίδευση" και "επιτεύξη", προετοιμασμένες για μαθητές δημοτικού επιπέδου.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Elementary 2
law

a country's rules that all of its citizens are required to obey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "law"
government

the group of politicians in control of a country or state

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "government"
permission

the action of allowing someone to do a particular thing or letting something happen, particularly in an official way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "permission"
to manage

to be in charge of the work of a team, organization, department, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to manage"
education

the process that involves teaching and learning, particularly at a school, university, or college

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "education"
opportunity

a situation or a chance where doing or achieving something particular becomes possible or easier

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opportunity"
to achieve

to finally accomplish a desired goal after dealing with many difficulties

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to achieve"
to succeed

to reach or achieve what one desired or tried for

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to succeed"
to communicate

to exchange information, news, ideas, etc. with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to communicate"
service

the work done by a person, organization, company, etc. for the benefit of others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "service"
to fight

to take part in a violent physical action against someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fight"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek