pattern

Χερσαία Μεταφορά - Όροι τροφοδοσίας καυσίμων

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με όρους τροφοδοσίας, όπως "βενζίνη", "βενζινάδικο" και "βενζίνη".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Land Transportation
gasoline

a liquid used by cars, trucks, etc. as a fuel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gasoline"
unleaded gasoline

a type of gasoline that does not contain lead additives, used in most modern vehicles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unleaded gasoline"
ethanol

a type of alcohol fuel produced from renewable sources such as corn or sugarcane

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ethanol"
diesel oil

a type of fuel used in diesel engines, known for its high energy density and efficiency

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diesel oil"
compressed natural gas

the natural gas that has been compressed to a high pressure for use as a fuel in vehicles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compressed natural gas"
liquefied petroleum gas

a mixture of propane and butane gases stored under pressure as a liquid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "liquefied petroleum gas"
hydrogen

a clean and renewable fuel that can be used in fuel cells to generate electricity to power vehicles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hydrogen"
propane

a type of liquefied petroleum gas used as a fuel in vehicles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "propane"
methanol

a type of alcohol fuel produced from natural gas, coal, or biomass

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "methanol"
alternative fuel

any fuel that can be used instead of fossil fuels

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternative fuel"
synthetic fuel

a type of fuel produced from renewable or non-renewable resources through chemical processes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "synthetic fuel"
biofuel

a type of fuel made from living matter, such as plants or waste, that can be used as a renewable energy source

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biofuel"
biodiesel

a renewable, alternative fuel made from organic materials such as vegetable oils, animal fats, or recycled cooking grease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biodiesel"
oil

a liquid found deep under the ground that is used as a fuel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oil"
electricity

a form of energy that is carried by wires, cables, etc. and is used for lighting, heating, driving machines, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electricity"
gas station

a place that sells fuel for cars, buses, bikes, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gas station"
filling station

a place where vehicles can refuel their tanks with gasoline or diesel fuel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "filling station"
charging station

a place where electric vehicles can be recharged

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charging station"
to fill up

to add enough fuel to completely fill the tank of a vehicle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fill up"
to tank up

to fill a vehicle or container with fuel or liquid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tank up"
to refuel

to replenish the fuel supply of a vehicle or machine

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to refuel"
gasoline pump

a device at gas stations used to dispense gasoline into vehicles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gasoline pump"
electric vehicle charger

a device used to recharge electric vehicles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electric vehicle charger"
fuel-efficient

designed to use less fuel to do the same work

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fuel-efficient"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek