pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Γενικά) - Ο ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τον τουρισμό, όπως «courier», «backpacker», «voyager» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for General IELTS
attraction

a place, activity, etc. that is interesting and enjoyable to the public

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attraction"
courier

a person employed by a travel agency to help and look after the tourists

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "courier"
ecotourism

tourism that includes visiting endangered natural environments which aims at preservation of the wildlife and the nature

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ecotourism"
guide

a person whose job is to take tourists to interesting places and show them around

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guide"
guide book

a book that provides tourists with information about their destination

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guide book"
heritage center

a public facility that provides visitors with historical and cultural information about a particular place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heritage center"
high season

the time of the year that visiting a hotel, attraction, etc. is in high demand and the prices are high

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high season"
low season

the time of the year that a hotel, resort, etc. has the least visitors and prices are lower than normal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "low season"
holiday resort

a place that has many hotels, bars, etc. where many people go on holiday

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "holiday resort"
holiday season

the period from late November to early January that a lot of people take holidays, including Christmas, Hanukah, and New Year

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "holiday season"
mecca

a place that many people want to visit because it is known for something particular

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mecca"
showplace

a place that attracts many tourists because of natural beauty, historical interest, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "showplace"
tour guide

someone whose job is taking tourists to interesting locations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tour guide"
tourism

‌the business of providing accommodation, services and entertainment for people who are visiting a place for pleasure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tourism"
tourist

someone who visits a place or travels to different places for pleasure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tourist"
touristy

intended for, visited by, or attractive to tourists, in a way that one does not like it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "touristy"
travel agency

a business that makes arrangements for people who want to travel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "travel agency"
unfrequented

(of a place) hardly visited

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfrequented"
backpacker

a person without much money who travels around, hiking or using public transport, carrying a backpack

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "backpacker"
business traveler

a person who travels for business

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "business traveler"
caravan

a group of people on animals or vehicles that travel together for safety, especially across the desert

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caravan"
explorer

a person who visits unknown places to find out more about them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "explorer"
flyer

a passenger on board an aircraft

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flyer"
pilgrim

a person who visits foreign lands for a personal cause

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pilgrim"
traveler

a person who is on a journey or someone who travels a lot

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traveler"
vacationer

a person who is on vacation or holiday, typically traveling away from home for leisure or relaxation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacationer"
voyager

someone who travels to unknown places, in sea or space

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voyager"
passport

an official document issued by a government that identifies someone as a citizen of a particular country, which is needed when leaving a country and entering another one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "passport"
visa

an official mark on someone's passport that allows them to enter or stay in a country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "visa"
tourist visa

an official document that allows a tourist to enter a foreign country and stay there for a limited period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tourist visa"
commuter

a passenger train or airline that carries people to short distances regularly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commuter"
sightseeing

the activity of visiting interesting places in a particular location as a tourist

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sightseeing"
companion

a person or animal with which one travels or spends a lot of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "companion"
agritourism

the activity of visiting the countryside and staying with local farmers in rural areas of a foreign country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agritourism"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek