pattern

500 Πιο Συνηθισμένα Ρήματα στα Αγγλικά - Κορυφαία 276 - 300 Ρήματα

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 12 της λίστας με τα πιο κοινά ρήματα στα αγγλικά όπως "clean", "feed" και "beg".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Verbs in English Vocabulary
to achieve

to finally accomplish a desired goal after dealing with many difficulties

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to achieve"
to clean

to make something have no bacteria, marks, or dirt

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to clean"
to feed

to give food to a person or an animal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to feed"
to injure

to physically cause harm to a person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to injure"
to steal

to take something from someone or somewhere without permission or paying for it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to steal"
to record

to store information in a way that can be used in the future

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to record"
to beg

to humbly ask for something, especially when one needs or desires that thing a lot

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to beg"
to fire

to shoot a bullet, shell, etc. from a weapon

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fire"
to inspire

to fill someone with the desire or motivation to do something, especially something creative or positive

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to inspire"
to thank

to show gratitude to someone for what they have done

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to thank"
to combine

to mix in order to make a single unit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to combine"
to blow

to exhale forcefully through the mouth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blow"
to apologize

to tell a person that one is sorry for having done something wrong

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to apologize"
to promise

to tell someone that one will do something or that a particular event will happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to promise"
to collect

to gather together things from different places or people

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to collect"
to publish

to produce a newspaper, book, etc. for the public to purchase

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to publish"
to lay

to carefully place something or someone down in a horizontal position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lay"
to arrive

to reach a location, particularly as an end to a journey

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to arrive"
to scream

to make a loud, sharp cry when one is feeling a strong emotion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scream"
to surround

to be around something on all sides

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surround"
to decrease

to become less in amount, size, or degree

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decrease"
to earn

to get money for the job that we do or services that we provide

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to earn"
to marry

to become someone's husband or wife

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to marry"
to forgive

to stop being angry or blaming someone for what they have done, and to choose not to punish them for their mistakes or flaws

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to forgive"
to search

to try to find something or someone by carefully looking or investigating

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to search"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek