pattern

500 Πιο Συνηθισμένα Ρήματα στα Αγγλικά - Κορυφαία 401 - 425 Ρήματα

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 17 της λίστας με τα πιο κοινά ρήματα στα Αγγλικά όπως "lock", "climb" και "bite".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Verbs in English Vocabulary
to lock

to secure something with a lock or seal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lock"
to declare

to officially tell people something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to declare"
to concentrate

to focus one's all attention on something specific

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to concentrate"
to slide

to move smoothly over a surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slide"
to climb

to go upwards toward the top of a mountain or rock for sport

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to climb"
to react

to act or behave in a particular way in response to something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to react"
to comment

to express one's opinion about something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to comment"
to transform

to change the appearance, character, or nature of a person or object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transform"
to bite

to cut into flesh, food, etc. using the teeth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bite"
to lower

to decrease in degree, amount, quality, or strength

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lower"
to invent

to make or design something that did not exist before

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invent"
to afford

to be able to pay the cost of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to afford"
to stare

to look at someone or something without moving the eyes or blinking, usually for a while, and often without showing any expression

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stare"
to resist

to use force to prevent something from happening or to fight against an attack

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to resist"
to graduate

to finish a university, college, etc. study course successfully and receive a diploma or degree

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to graduate"
to compete

to join in a contest or game

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compete"
to quit

to stop engaging in an activity permanently

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to quit"
to bet

to risk money on the result of a coming event by trying to predict it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bet"
to grant

to let someone have something, especially something that they have requested

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grant"
to upload

to send an electronic file such as a document, image, etc. from one digital device to another one, often by using the Internet

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to upload"
to download

to add data to a computer from the Internet or another computer

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to download"
to rush

to move or act very quickly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rush"
to intend

to have something in mind as a plan or purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to intend"
to accomplish

to achieve something after dealing with the difficulties

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accomplish"
to purchase

to get goods or services in exchange for money or other forms of payment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to purchase"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek