pattern

500 Πιο Συνηθισμένα Ρήματα στα Αγγλικά - Κορυφαία 176 - 200 Ρήματα

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 8 της λίστας με τα πιο κοινά ρήματα στα αγγλικά όπως "form", "burn" και "close".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Verbs in English Vocabulary
to matter

to be important or have a great effect on someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to matter"
to affect

to cause a change in a person, thing, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to affect"
to form

to combine parts or bring them together to create something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to form"
to fill

to make something full

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fill"
to burn

to be on fire and be destroyed by it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burn"
to close

to move something like a window or door into a position that people or things cannot pass through

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to close"
to act

to do something for a special reason

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to act"
to tend

to be likely to develop or occur in a certain way because that is the usual pattern

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tend"
to place

to lay or put something somewhere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to place"
to avoid

to intentionally stay away from or refuse contact with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to avoid"
to agree

to hold the same opinion as another person about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to agree"
to recognize

to know who a person or what an object is, because we have heard, seen, etc. them before

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recognize"
to charge

to ask a person to pay a certain amount of money in return for a product or service

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to charge"
to lie

to intentionally say or write something that is not true

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lie"
to finish

to make something end

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to finish"
to enter

to come or go into a place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enter"
to fix

to repair something that is broken

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fix"
to grab

to take someone or something suddenly or violently

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grab"
to touch

to put our hand or body part on a thing or person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to touch"
to discover

to be the first person who finds something or someplace that others did not know about

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discover"
to design

to make drawings according to which something will be constructed or produced

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to design"
to taste

to have a specific flavor

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to taste"
to fail

to be unsuccessful in accomplishing something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fail"
to represent

to be an image, sign, symbol, etc. of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to represent"
to hurt

to cause injury or physical pain to yourself or someone else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hurt"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek