pattern

Προσωπική Φροντίδα - Προϊόντα και εξοπλισμός περιποίησης μαλλιών

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με προϊόντα και εξοπλισμό περιποίησης μαλλιών όπως "gel", "roller" και "comb".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Personal Care
comb

a flat piece of plastic, metal, etc. with a row of thin teeth, used for untangling or arranging the hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comb"
gel

a clear and jelly-like substance used in cosmetic or medicinal products for the hair or skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gel"
shampoo

a liquid used to wash one's hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shampoo"
hairbrush

a brush for making the hair smooth or tidy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairbrush"
hair straighteners

an electrical device with two narrow plates that when heated up can be used to pull hair with and make it straight

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair straighteners"
dye

a colored substance used to impart or alter the color of materials such as fabric, yarn, or other items through immersion or application

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dye"
hairspray

a cosmetic product that is sprayed on the hair in order to make it fixed in its position

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairspray"
scrunchy

a circular rubber band covered with a fabric used for holding back hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scrunchy"
barrette

a clip or pin that fixes a piece of hair in one place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barrette"
hairnet

a small net worn over the head to keep the hair tidy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairnet"
mousse

a cosmetic product made of light foam that is used to style the hair in a particular way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mousse"
curler

a small metal or plastic tube that wet hair is rolled around it in order to form curls

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curler"
brilliantine

an oil that was used in the past to treat a man's hair and give it a glossy look

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brilliantine"
tint

a chemical used to color the hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tint"
hairpiece

a piece of false hair that is used in some hairstyles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairpiece"
hair extension

a strand of artificial or natural hair added to someone's hair in order to make it appear longer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair extension"
curling iron

an electric device with a hot rod that is used in order to make someone's hair look curly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curling iron"
hair pick

grooming tool with long, slender teeth used to comb, lift, and style hair, typically curly or textured hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair pick"
hairband

a band that secures the hair back from the face

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairband"
hair grip

a thin flat hairpin made of metal or plastic folded in the middle, usually used by women

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair grip"
wig

a piece of natural or synthetic hair that is worn on the head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wig"
bandeau

a fillet or narrow band worn around the head to keep the hair in place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bandeau"
headband

a narrow piece of cloth worn around the head that keeps the hair or sweat out of the eyes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "headband"
hairpin

a thin, usually metal, tool used to secure hair in place and create various hairstyles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairpin"
Alice band

a headband worn across the top of the head to hold back hair and add a decorative or functional element to hairstyles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Alice band"
bobby pin

a thin flat hairpin made of metal or plastic folded in the middle, usually used by women

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bobby pin"
conditioner

a liquid or cream applied to the hair after shampooing in order to make it softer and easier to style

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conditioner"
fine-tooth comb

a grooming tool with closely spaced teeth used for detangling and styling hair with precision

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fine-tooth comb"
hair dryer

a device that you use to blow warm air over our hair to dry it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair dryer"
hair slide

a clip or pin that fixes a piece of hair in one place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair slide"
henna

a brownish-red substance taken from a tropical plant that is used to dye hair or skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "henna"
hydrogen peroxide

a colorless and unstable liquid that is a strong oxidant and is used as a solvent for bleaches or disinfectants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hydrogen peroxide"
pomade

a liquid or oil used in the past to give a nice smell and glossy look to the hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pomade"
rinse

a liquid substance that is used to soften or give the hair a different shade

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rinse"
roller

a small metal or plastic cylinder that wet hair is rolled around it in order to form curls

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "roller"
tonic

a liquid that is applied to the hair or skin to make it look healthy and attractive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tonic"
head steamer

a device that uses steam to condition and hydrate hair and scalp, often used in hair care treatments for improved hair health and manageability

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "head steamer"
backwash unit

a salon furniture that includes a reclining chair and shampoo bowl for washing and rinsing hair in a salon or barbershop

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "backwash unit"
blending scissors

specialized scissors used in hair cutting to blend and soften the edges of different hair lengths for a seamless transition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blending scissors"
hair cutting cape

a protective garment worn around the neck to keep hair off clothing during hair cutting or styling procedures

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair cutting cape"
hand mirror

a small, handheld reflective surface used to view one's own reflection

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hand mirror"
spray bottle

a handheld container with a nozzle that sprays liquids in a fine mist

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spray bottle"
paddle brush

a type of hairbrush with a wide, flat base and typically has plastic or bristle bristles, used for detangling and smoothing hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paddle brush"
round brush

a type of hairbrush with a cylindrical barrel and bristles all around, used for creating curls, waves, and volume in hair when used in combination with a hairdryer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "round brush"
vented brush

a hairbrush with vents for quicker drying and reduced heat damage during blow drying, while also detangling and styling hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vented brush"
cushioned brush

a hairbrush with a soft, flexible cushioned base for gentle detangling, reduced breakage, and scalp massage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cushioned brush"
rattail comb

a hairstyling tool with a long, thin handle and a narrow, pointed toothed end, used for parting and sectioning hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rattail comb"
wide-tooth comb

a hair comb with widely spaced teeth used for detangling thick or curly hair with minimal damage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wide-tooth comb"
styling chair

a salon or barbershop chair designed for client comfort during hair styling with adjustable height, swivel capability, and a reclining backrest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "styling chair"
saddle stool

a hair salon seating with a horse-saddle-shaped seat designed for ergonomic support during hairstyling

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "saddle stool"
barber chair

a specialized chair used in barbershops for comfortable and adjustable seating during haircuts and grooming services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barber chair"
dry shampoo

a waterless hair care product that absorbs excess oil and refreshes hair, ideal for use between regular washes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dry shampoo"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek