pattern

Βιβλίο Headway - Αρχάριος - Ενότητα 4

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 στο βιβλίο μαθημάτων Headway Beginner, όπως "σπίτι", "κολέγιο", "χορός" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Headway - Beginner
apartment

a place that has a few rooms for people to live in, normally part of a building that has other such places on each floor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apartment"
home

the place that we live in, usually with our family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "home"
shop

a building or place that sells goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shop"
airport

a large place where planes take off and land, with buildings and facilities for passengers to wait for their flights

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "airport"
to work

to do a job or task, usually for a company or organization, in order to receive money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to work"
businesswoman

a woman who does business activities like running a company or participating in trade

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "businesswoman"
chef

a highly trained cook who often cooks for hotels or restaurants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chef"
school

a place where children learn things from teachers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "school"
class

students as a whole that are taught together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "class"
head teacher

the leader of a school, responsible for managing and guiding the school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "head teacher"
classroom

a room that students are taught in, particularly in a college, school, or university

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "classroom"
university

an educational institution at the highest level, where we can study for a degree or do research

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "university"
college

a university in which students can study up to a bachelor's degree after graduation from school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "college"
business card

a small card that contains contact information for a person or company, used to share and promote professional connections

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "business card"
charity

an organization that helps those in need by giving them money, food, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charity"
competition

an event or contest in which individuals or teams compete against each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "competition"
hard

needing a lot of skill or effort to do

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hard"
tennis

a sport in which two or four players use rackets to hit a small ball backward and forward over a net

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tennis"
dance

a series of rhythmical movements performed to a particular type of music

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dance"
dancing

‌the act of moving our body to music; a set of movements performed to music

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dancing"
interest

the desire to find out or learn more about a person or thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interest"
to like

to feel that someone or something is good, enjoyable, or interesting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to like"
fan

someone who greatly admires or is interested in someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fan"
famous

known by a lot of people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "famous"
rich

owning a great amount of money or things that cost a lot

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rich"
funny

able to make people laugh

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "funny"
fashion

the styles and trends of clothing, accessories, makeup, and other items that are popular in a certain time and place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fashion"
e-pal

an online friend or correspondent with whom one communicates primarily through electronic means, such as email or online messaging

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "e-pal"
friend

someone we know well and trust, but normally they are not part of our family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friend"
love

the very strong emotion we have for someone or something that is important to us and we like a lot and want to take care of

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "love"
boyfriend

a man that you love and are in a relationship with

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boyfriend"
important

having a lot of value

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "important"
Northern Ireland

a region in northeastern Ireland, part of the United Kingdom, with a unique history, culture, and its own government

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Northern Ireland"
Turkish

relating to the country, people, culture, or language of Turkey

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Turkish"
text

anything that is in written form

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "text"
to spell

to write or say the letters that form a word one by one in the right order

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spell"
people

human beings as a group, including men, women, and children

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "people"
girl

someone who is a child and a female

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "girl"
boy

someone who is a child and a male

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boy"
child

a young person who has not reached puberty or adulthood yet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "child"
young

still in the earlier stages of life

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "young"
family

people that are related to each other by blood or marriage, normally made up of a father, mother, and their children

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "family"
brother

a man who shares a mother and father with us

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brother"
sister

a lady who shares a mother and father with us

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sister"
daughter

a person's female child

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "daughter"
father

a child's male parent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "father"
husband

the man you are officially married to

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "husband"
mother

a child's female parent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mother"
son

a person's male child

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "son"
parent

our mother or our father

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parent"
wife

the lady you are officially married to

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wife"
a lot of

people or things in large numbers or amounts

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "a lot of"
dog

an animal with a tail and four legs that we keep as a pet and is famous for its sense of loyalty

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dog"
model

a description of a process or system that is simplified to demonstrate how it works under specific circumstances, especially in mathematics

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "model"
to have

to hold or own something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to have"
traditional

belonging to or following the methods or thoughts that are old as opposed to new or different ones

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traditional"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek