pattern

Βιβλίο Four Corners 2 - Ενότητα 5 Μάθημα Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 Μάθημα Α στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 2, όπως "stretch", "ankle", "deeply" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 2
health

the general condition of a person's mind or body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "health"
body

our or an animal's hands, legs, head, and every other part together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "body"
arm

one of the two body parts that is connected to the shoulder and ends with fingers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arm"
ear

each of the two body parts that we use for hearing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ear"
eye

a body part on our face that we use for seeing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eye"
finger

each of the long thin parts that are connected to our hands, sometimes the thumb is not included

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finger"
foot

the body part that is at the end of our leg and we stand and walk on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foot"
hand

the part of our body that is at the end of our arm and we use to grab, move, or feel things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hand"
head

the top part of body, where brain and face are located

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "head"
knee

the body part that is in the middle of the leg and helps it bend

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "knee"
leg

each of the two long body parts that we use when we walk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leg"
mouth

our body part that we use for eating, speaking, and breathing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mouth"
neck

the body part that is connecting the head to the shoulders

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neck"
nose

the body part that is in the middle of our face and we use to smell and breathe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nose"
shoulder

each of the two parts of the body between the top of the arms and the neck

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoulder"
stomach

the body part inside our body where the food that we eat goes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stomach"
wrist

the joint connecting the hand to the arm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wrist"
back

the part of our body between our neck and our legs that we cannot see

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "back"
throat

a passage in the neck through which food and air pass

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "throat"
tooth

one of the things in our mouth that are hard and white and we use to chew and bite food with

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tooth"
ankle

the joint that connects the foot to the leg

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ankle"
toe

each of the five parts sticking out from the foot

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toe"
breath

the air taken into or sent out from the lungs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breath"
deep

having a great distance from the surface to the bottom

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deep"
deeply

to a great degree

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deeply"
careful

giving attention or thought to what we are doing to avoid doing something wrong, hurting ourselves, or damaging something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "careful"
carefully

with a lot of care or attention

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carefully"
slow

moving, happening, or being done at a speed that is low

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slow"
noisy

producing or having a lot of loud and unwanted sound

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noisy"
noisily

in a way that makes too much sound or disturbance

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noisily"
quick

taking a short time to move, happen, or be done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quick"
quickly

with a lot of speed

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quickly"
left

located or directed toward the side of a human body where the heart is

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "left"
right

the direction or side that is toward the east when someone or something is facing north

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "right"
to relax

to feel less worried or stressed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to relax"
to repeat

to complete an action more than one time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to repeat"
to touch

to put our hand or body part on a thing or person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to touch"
over

at a position above or higher than something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "over"
to stretch

to extend one's body parts or one's entire body to full length

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stretch"
to point

to show the place or direction of someone or something by holding out a finger or an object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to point"
to hold

to stay the same as before

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hold"
to lower

to reduce something in degree, amount, quality, or strength

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lower"
to move

to change your position or location

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to move"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek