pattern

Βιβλίο Four Corners 2 - Ενότητα 9 Μάθημα Γ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 Μάθημα Γ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 2, όπως «αποφασισμένος», «θαυμάζω», «φτώχεια» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 2
honest

telling the truth and having no intention of cheating or stealing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "honest"
brave

having no fear when doing dangerous or painful things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brave"
inspiring

producing feelings of motivation, enthusiasm, or admiration

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inspiring"
passionate

showing or having enthusiasm or strong emotions about something one care deeply about

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "passionate"
intelligent

good at learning things, understanding ideas, and thinking clearly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intelligent"
talented

possessing a natural skill or ability for something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "talented"
caring

showing concern for the well-being of others and being kind and supportive in one's actions and interactions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caring"
determined

having or displaying a strong will to achieve a goal despite the challenges or obstacles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "determined"
to admire

to express respect toward someone or something often due to qualities, achievements, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to admire"
lawyer

a person who practices or studies law, advises people about the law or represents them in court

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lawyer"
for free

without requiring any form of compensation or exchange

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "for free"
during

used to express that something happens continuously from the beginning to the end of a period of time

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "during"
war

a state of armed fighting between two or more groups, nations, or states

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "war"
president

the leader of a country that has no king or queen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "president"
prize

anything that is given as a reward to someone who has done very good work or to the winner of a contest, game of chance, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prize"
literature

written works that are valued as works of art, such as novels, plays and poems

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "literature"
winner

someone who achieves the best results or performs better than other players in a game, sport, or competition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "winner"
novel

a long written story that usually involves imaginary characters and places

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "novel"
to fight

to take part in a violent physical action against someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fight"
against

in opposition to someone or something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "against"
poverty

the condition of lacking enough money or income to afford basic needs like food, clothing, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poverty"
poor

owning a very small amount of money or a very small number of things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poor"
to write

to make letters, words, or numbers on a surface, usually on a piece of paper, with a pen or pencil

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to write"
to finish

to make something end

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to finish"
to make

to form, produce, or prepare something, by putting parts together or by combining materials

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make"
ago

used to refer to a time in the past, showing how much time has passed before the present moment

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ago"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek