pattern

Βιβλίο Four Corners 2 - Ενότητα 7 Μάθημα Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 Μάθημα Δ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 2, όπως "δημοφιλές", "παζάρι", "γενικά" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 2
paradise

any place of complete bliss and delight and peace

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paradise"
weekend

the days of the week, usually Saturday and Sunday, when people do not have to go to work or school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weekend"
market

a public place where people buy and sell groceries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "market"
visitor

someone who enters a place, such as a building, city, or website, for a particular purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "visitor"
popular

receiving a lot of love and attention from many people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "popular"
place

the part of space where someone or something is or they should be

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "place"
to find

to randomly discover someone or something, particularly in a way that is surprising or unexpected

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to find"
plant

a living thing that grows in ground or water, usually has leaves, stems, flowers, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plant"
to bargain

to negotiate the terms of a contract, sale, or similar arrangement for a better agreement, price, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bargain"
price

the amount of money required for buying something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "price"
generally

in a way that is true in most cases

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generally"
low

small or below average in degree, value, level, or amount

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "low"
most

used to refer to the largest number or amount

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "most"
to worry

to feel upset and nervous because we think about bad things that might happen to us or our problems

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to worry"
smile

an expression in which our mouth curves upwards, when we are being friendly or are happy or amused

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smile"
enough

to a degree or extent that is sufficient or necessary

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enough"
cash

money in bills or coins, rather than checks, credit, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cash"
pocket

a type of small bag in or on clothing, used for carrying small things such as money, keys, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pocket"
vendor

someone on the street who offers food, clothing, etc. for sale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vendor"
credit card

a plastic card, usually given to us by a bank, that we use to pay for goods and services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "credit card"
huge

very large in size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "huge"
circle

a completely round, plain shape

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "circle"
busy

having so many things to do in a way that leaves not much free time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "busy"
to wear

to have something such as clothes, shoes, etc. on your body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wear"
light

(of color) having less intensity, often because of a small amount of pigment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "light"
comfortable

physically feeling relaxed and not feeling pain, stress, fear, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comfortable"
jeans

pants made of denim, that is a type of strong cotton cloth, and is used for a casual style

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jeans"
bottle

a glass or plastic container that has a narrow neck and is used for storing drinks or other liquids

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bottle"
lunch

a meal we eat in the middle of the day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lunch"
to try

to make an effort or attempt to do or have something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to try"
famous

known by a lot of people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "famous"
fried

cooked in very hot oil

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fried"
scorpion

a venomous arachnid with two pincers and a curved tail that inhabits hot countries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scorpion"
easy

needing little skill or effort to do or understand

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "easy"
to get

to receive or come to have something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get"
station

a place or building where we can get on or off a train or bus

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "station"
to come

to move toward a location that the speaker considers to be close or relevant to them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come"
to leave

to go away from somewhere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leave"
to purchase

to get goods or services in exchange for money or other forms of payment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to purchase"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek