pattern

Βιβλίο Face2face - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 3 - 3Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - 3Β στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Upper-Intermediate, όπως "δέσμευση", "ένοχος", "αθώωση" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2face - Upper-intermediate
to commit

to do a particular thing that is unlawful or wrong

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to commit"
crime

an unlawful act that is punishable by the legal system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crime"
to arrest

(of law enforcement agencies) to take a person away because they believe that they have done something illegal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to arrest"
to charge

to officially accuse someone of an offense

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to charge"
court

the place in which legal proceedings are conducted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "court"
evidence

a statement, document, or object that is used in a law court for establishing facts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evidence"
guilty

responsible for an illegal act or wrongdoing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guilty"
to acquit

to officially decide and declare in a law court that someone is not guilty of a crime

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to acquit"
to convict

to announce officially that someone is guilty of a crime in a court of law

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to convict"
prison

a building where people who did something illegal, such as stealing, murder, etc., are kept as a punishment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prison"
to sentence

to officially state the punishment of someone found guilty in a court of law

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sentence"
to fine

to make someone pay a sum of money as punishment for violation of the law

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fine"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek