pattern

Βιβλίο Face2face - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 2 - 2C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - 2Γ στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Upper-Intermediate, όπως "καταληκτική", "πρωτοτυπία", "αναγνώριση" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2face - Upper-intermediate
conclusive

providing clear and final evidence or proof, leaving no doubt or uncertainty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conclusive"
conclusively

in a way that clearly shows or proves something without doubt or uncertainty

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conclusively"
criticism

negative feedback that highlights mistakes or areas for improvement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "criticism"
critic

someone who evaluates and provides opinions or judgments about various forms of art, literature, performances, or other creative works

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "critic"
critical

noting or highlighting mistakes or imperfections

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "critical"
to criticize

to point out the faults or weaknesses of someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to criticize"
critically

in a manner that shows one's disapproval of someone or something

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "critically"
to conclude

to draw a logical inference or outcome based on established premises or evidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conclude"
conclusion

a decision reached after thoroughly considering all relevant information

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conclusion"
to originate

to start to be

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to originate"
originally

in a way that relates to the beginning or source of something

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "originally"
origin

the point or place where something has its foundation or beginning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "origin"
originality

the skill of being able to come up with unique and innovative ideas or actions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "originality"
realism

a practical and straightforward way of looking at things that focuses on what is actually happening rather than what we wish would happen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "realism"
realistic

concerned with or based on something that is practical and achievable in reality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "realistic"
reality

the true state of the world and the true nature of things, in contrast to what is imagined or thought

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reality"
real

happening or existing in the world and not in someone's mind

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "real"
really

used to put emphasis on a statement

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "really"
realistically

in a practical and factual way

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "realistically"
to recognize

to know who a person or what an object is, because we have heard, seen, etc. them before

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recognize"
recognition

the act of accepting that something exists, is true or legal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recognition"
recognizably

in a way that can be easily identified or distinguished

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recognizably"
recognizable

able to be identified or distinguished from other things or people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recognizable"
to weaken

to make something physically or structurally less strong or sturdy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to weaken"
weakness

a vulnerability or limitation that makes you less strong or effective

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weakness"
weak

lacking physical strength or energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weak"
weakly

in a way that is lacking in strength, energy, or force

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weakly"
to prefer

to want or choose one person or thing instead of another because of liking them more

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prefer"
preference

a strong liking for one option or choice over another based on personal taste, favor, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preference"
preferable

more desirable or favored compared to other options

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preferable"
preferably

in a way that shows a liking or a priority for something over others

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preferably"
to judge

to form a decision or opinion based on what one knows

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to judge"
judge

the official in charge of a court who decides on legal matters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "judge"
judgment

the process of evaluating a person, object, or event and coming to a conclusion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "judgment"
judgmental

based on personal opinions or biases

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "judgmental"
responsibility

the obligation to perform a particular duty or task that is assigned to one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "responsibility"
responsible

(of a person) having an obligation to do something or to take care of someone or something as part of one's job or role

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "responsible"
responsibly

in a manner that reflects a sense of duty and consideration for the consequences of one's actions

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "responsibly"
to convince

to make someone do something using reasoning, arguments, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to convince"
conviction

a formal declaration by which someone is found guilty of a crime in a court of law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conviction"
convinced

having a strong belief in something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convinced"
convincing

able to make someone believe that something is right or true

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convincing"
convincingly

in a way that makes people believe something is true

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "convincingly"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek