pattern

Βιβλίο Insight - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 1 - 1Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 - 1Α στο βιβλίο μαθημάτων Insight Pre-Intermediate, όπως "υγεία", "περήφανο", "ρουτίνα" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Pre-Intermediate
family

people that are related to each other by blood or marriage, normally made up of a father, mother, and their children

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "family"
free time

a period when no work or essential tasks need to be done, allowing for activities of personal choice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "free time"
friend

someone we know well and trust, but normally they are not part of our family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friend"
happiness

the feeling of being happy and well

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "happiness"
health

the general condition of a person's mind or body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "health"
success

the fact of reaching what one tried for or desired

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "success"
interested

having a feeling of curiosity or attention toward a particular thing or person because one likes them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interested"
proud

feeling satisfied with someone or one's possessions, achievements, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proud"
keen

having the ability to learn or understand quickly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "keen"
anxious

feeling nervous or worried because of thinking something unpleasant might happen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anxious"
afraid

getting a bad and anxious feeling from a person or thing because we think something bad or dangerous will happen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "afraid"
ashamed

feeling embarrassed, guilty, or sorry about one's actions, characteristics, or circumstances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ashamed"
fed up

feeling tired, annoyed, or frustrated with a situation or person

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fed up"
excited

feeling very happy, interested, and energetic

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excited"
education

the process that involves teaching and learning, particularly at a school, university, or college

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "education"
routine

a set of actions or behaviors that someone does regularly or habitually, often in a particular order

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "routine"
to go out

to leave the house and attend a specific social event to enjoy your time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go out"
to make

to prepare or cook something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make"
breakfast

the first meal we have in the early hours of the day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breakfast"
to have

to eat or drink something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to have"
drink

any liquid that we can drink

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drink"
to brush

to use a toothbrush to clean and remove plaque or food particles from the teeth and gums

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to brush"
to get

to experience a specific condition, state, or action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get"
ready

physically prepared with everything we might need for a particular task or situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ready"
to take

to use a particular route or means of transport in order to go somewhere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take"
bus

a large vehicle that carries many passengers by road

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bus"
to comb

to use a tool with narrow, evenly spaced teeth to untangle and arrange hair

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to comb"
hair

the thin thread-like things that grow on our head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair"
to check

to discover information about something or someone by looking, asking, or investigating

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to check"
phone

an electronic device used to talk to a person who is at a different location

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phone"
sandwich

two pieces of bread with cheese, meat, etc. between them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sandwich"
to get

to reach a specific place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get"
home

the place that we live in, usually with our family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "home"
car key

a small handheld device used to unlock and start the engine of a car

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "car key"
ID card

any official card that shows someone's name, birth date, photograph, etc., proving who they are

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ID card"
bus ticket

a small piece of paper or card that proves payment for a journey on a bus

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bus ticket"
shopping list

a list of items intended for purchase during a shopping trip to a store or market

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopping list"
mobile phone

a cellular phone or cell phone; ‌a phone without any wires and with access to a cellular radio system that we can carry with us and use anywhere

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mobile phone"
computer game

a game designed to be played on a computer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "computer game"
credit card

a plastic card, usually given to us by a bank, that we use to pay for goods and services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "credit card"
parking ticket

an official notice issued in case a car is parked illegally, typically put on the windshield

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parking ticket"
shopping bag

a bag made of cloth, paper, or plastic with two handles, used for carrying what you buy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopping bag"
key ring

a ring, usually made of metal or plastic, that people use to keep their keys together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "key ring"
birthday program

a planned series of events or activities organized to celebrate someone's birthday, such as a special meal or gifts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "birthday program"
tooth

one of the things in our mouth that are hard and white and we use to chew and bite food with

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tooth"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek