pattern

Βιβλίο Interchange - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 12 - Μέρος 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 12 - Μέρος 1 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Upper-Intermediate, όπως "πειθαρχία", "βιομηχανικό", "καθιερώνω" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Upper-intermediate
key

a specially shaped piece of metal used for locking or unlocking a door, starting a car, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "key"
success

the fact of reaching what one tried for or desired

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "success"
major

serious and of great importance or significance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "major"
company

an organization that does business and earns money from it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "company"
ancient

related or belonging to a period of history that is long gone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ancient"
Greek

belonging or relating to Greece, its people, or its language

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Greek"
goddess

a female divine being worshipped in different religions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "goddess"
victory

the success that is achieved in a competition, game, war, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "victory"
to represent

to be an image, sign, symbol, etc. of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to represent"
everlasting

continuing for an indefinite period without end

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "everlasting"
concept

a principle or idea that is abstract

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concept"
soft drink

a cold and non-alcoholic drink that is usually carbonated

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soft drink"
indigestion

inability to digest food that leads to recurrent pain or discomfort in one's upper abdomen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indigestion"
to treat

to provide medical care such as medicine or therapy to heal injuries, illnesses, or wounds and make someone better

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to treat"
to attract

to interest and draw someone or something toward oneself through specific features or qualities

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attract"
professional

doing an activity as a job and not just for fun

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "professional"
profitable

(of a business) making or yielding profit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "profitable"
competitive

referring to a situation in which teams, players, etc. are trying to defeat their rivals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "competitive"
salary

an amount of money we receive for doing our job, usually monthly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salary"
flexible

capable of bending easily without breaking

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flexible"
career

a profession or a series of professions that one can do for a long period of one's life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "career"
platform

the raised surface in a station next to a railroad track where people can get on and off a train

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "platform"
loan

a sum of money that is borrowed from a bank which should be returned with a certain rate of interest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loan"
to discipline

to train a person or animal by instruction and exercise, usually with the aim of improving or correcting behavior

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discipline"
to separate

to divide or disconnect something from a larger whole

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to separate"
to establish

to create a company or organization with the intention of running it over the long term

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to establish"
quality

the grade, level, or standard of something's excellence measured against other things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quality"
trainer

someone who teaches people or animals to perform better at a particular job or skill

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trainer"
athletic

related to athletes or their career

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "athletic"
passionate

showing or having enthusiasm or strong emotions about something one care deeply about

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "passionate"
industrious

hard-working and productive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "industrious"
muscular

relating to or affecting the muscles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "muscular"
experienced

possessing enough skill or knowledge in a certain field or job

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "experienced"
politician

someone who works in the government or a law-making organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "politician"
clever

able to think quickly and find solutions to problems

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clever"
charming

having an attractive and pleasing quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charming"
knowledgeable

having a lot of information or expertise in a particular subject or field

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "knowledgeable"
persuasive

capable of convincing others to do or believe something particular

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "persuasive"
tough

difficult to achieve or deal with

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tough"
affordable

having a price that a person can pay without experiencing financial difficulties

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affordable"
mathematics

the study of numbers and shapes that involves calculation and description

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mathematics"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek