pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 3 - Μάθημα 28

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 3
untoward

not expected, normally inconvenient or unpleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "untoward"
unutterable

unable to be described or explained

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unutterable"
unwitting

done without any intention

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unwitting"
unwonted

uncommon or not customary

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unwonted"
aureole

a light, usually in the shape of a circle, around the body or head of a sacred person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aureole"
aurora

a natural light display in the Earth's polar regions, caused by the collision of charged particles from the sun with atoms in the Earth's atmosphere

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aurora"
auroral

related to the time that the first light shows up in the morning sky

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "auroral"
to denominate

to give a name to something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to denominate"
denomination

a specific name for someone or something that belongs only to them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "denomination"
denominator

the number below the line in a fraction that shows how many parts the numerator divides into

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "denominator"
hypocrisy

the act of claiming to own a set of qualities or beliefs which one does not really have

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hypocrisy"
hypocrite

someone who pretends to have virtues or beliefs they do not practice, often contradicting their own stated values or engaging in deceptive behavior

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hypocrite"
hypocritical

acting in a way that is different from what one claims to believe or value

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hypocritical"
incontrovertible

true in a way that leaves no room for denial or disagreement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incontrovertible"
incorrigible

(of a person or behavior) unable to be corrected or changed for better

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incorrigible"
incredulity

the condition of being unable or unwilling to believe something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incredulity"
incredulous

lacking the ability or desire to believe in something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incredulous"
to misconstrue

to interpret or understand something incorrectly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to misconstrue"
to miscount

to make an error while counting something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to miscount"
miscreant

someone who behaves badly or does something wrong or illegal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "miscreant"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek