pattern

Βιβλίο Total English - Ενδιάμεσο - Ενότητα 3 - Αναφορά - Μέρος 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - Αναφορά - Μέρος 1 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Intermediate, όπως "attic", "outskirts", "bustling" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Intermediate
apartment

a place that has a few rooms for people to live in, normally part of a building that has other such places on each floor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apartment"
attic

an area or room directly under the roof of a house, typically used for storage or as an additional living area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attic"
balcony

a platform above the ground level and on the outside wall of a building that we can get into from the upper floor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "balcony"
block

an area in a city or town that contains several buildings and is surrounded by four streets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "block"
flat

a place with a few rooms in which people live, normally part of a building with other such places on each floor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flat"
ceiling

the highest part of a room, vehicle, etc. that covers it from the inside

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ceiling"
cellar

an underground storage space or room, typically found in a building, used for storing food, wine, or other items that require a cool and dark environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cellar"
commercial

related to the purchasing and selling of different goods and services

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commercial"
district

an area of a city or country with given official borders used for administrative purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "district"
cottage

a small house, particularly one that is situated in the countryside or a village

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cottage"
detached house

a single-family house that is not connected to any other house, usually with its own yard or garden

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detached house"
fireplace

a space or place in a wall for building a fire in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fireplace"
floor

the bottom of a room that we walk on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "floor"
gate

the part of a fence or wall outside a building that we can open and close to enter or leave a place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gate"
lift

a box-like device that goes up and down and is used to get to the different floors of a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lift"
neighborhood

the area around someone, somewhere, or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neighborhood"
outskirts

the outer areas or parts of a city or town

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outskirts"
residential area

a place where people live, consisting mainly of houses and apartment buildings rather than offices and shops

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "residential area"
playground

a playing area built outdoors for children, particularly inside parks or schools

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "playground"
stair

a series of steps connecting two floors of a building, particularly built inside a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stair"
suburb

a residential area outside a city

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suburb"
terraced house

a type of residential house that is attached to one or more other houses in a row, with shared walls and a similar architectural design

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terraced house"
view

a place or an area that can be seen, and is usually beautiful

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "view"
bustling

(of a place or environment) full of activity, energy, and excitement, often with a lot of people moving around and engaged in various tasks or social interactions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bustling"
quiet

with little or no noise

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quiet"
clean

having no harmful substances that could cause pollution

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clean"
polluted

containing harmful or dirty substances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polluted"
dull

boring or lacking interest, excitement, or liveliness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dull"
center

the part of a city or town in which most of the shops, offices, and entertainment facilities are located

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "center"
lively

(of a place or atmosphere) full of excitement and energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lively"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek