pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 9 - Μάθημα 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - Μάθημα 1 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "insur", "arson", "convict" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
to sue

to bring a charge against an individual or organization in a law court

αγωγή, τείνω αγωγή κατά

αγωγή, τείνω αγωγή κατά

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sue"
to insure

to make sure or certain that something will happen or be done correctly

διασφαλίζω, εξασφαλίζω

διασφαλίζω, εξασφαλίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to insure"
claim

a statement about the truth of something without offering any verification or proof

δήλωση, ισχυρισμός

δήλωση, ισχυρισμός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "claim"
premium

the amount of money paid to an insurance company in exchange for coverage or protection against specified risks or potential losses

ασφάλιστρο, προνομιακή πληρωμή

ασφάλιστρο, προνομιακή πληρωμή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "premium"
to commit

to do a particular thing that is unlawful or wrong

διαπράττω, υποβάλλω σε παράβαση

διαπράττω, υποβάλλω σε παράβαση

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to commit"
arson

the criminal act of setting something on fire, particularly a building

πυρκαγιά, κακόβουλη πυρπόληση

πυρκαγιά, κακόβουλη πυρπόληση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arson"
fraud

the act of cheating in order to make illegal money

απάτη, μουδιασμα

απάτη, μουδιασμα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fraud"
to arrest

(of law enforcement agencies) to take a person away because they believe that they have done something illegal

συλλαμβάνω, αρπάζω

συλλαμβάνω, αρπάζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to arrest"
to convict

to announce officially that someone is guilty of a crime in a court of law

καταδικάζω, ενοχοποιώ

καταδικάζω, ενοχοποιώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to convict"
to sentence

to officially state the punishment of someone found guilty in a court of law

καταδικάζω, προηγώ

καταδικάζω, προηγώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sentence"
to get away with

to escape punishment for one's wrong actions

ξεφεύγω από τιμωρία, δραπετεύω από την ποινή

ξεφεύγω από τιμωρία, δραπετεύω από την ποινή

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get away with"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek