pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 9 - Λεξιλόγιο

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από την Ενότητα 9 - Λεξιλόγιο στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "plea", "blaze", "drama" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
drama

a situation or event involving a lot of action and excitement, rooted in contrasting elements or forces

δράμα, θεατρική

δράμα, θεατρική

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drama"
to quit

to stop engaging in an activity permanently

παραιτούμαι, σταματώ

παραιτούμαι, σταματώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to quit"
to back

to support someone or something

υποστηρίζω, στηρίζω

υποστηρίζω, στηρίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to back"
to bid

to try to achieve something

προτείνω, ζητώ

προτείνω, ζητώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bid"
blast

an explosion of something

έκρηξη, βουητό

έκρηξη, βουητό

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blast"
blaze

a bright, intense flame or fire that burns strongly and produces a lot of light and heat

φλόγα, πυρκαγιά

φλόγα, πυρκαγιά

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blaze"
to ax

to chop or cut with an axe or similar tool

κόβω, αφαιρώ

κόβω, αφαιρώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ax"
clash

a serious argument between two sides caused by their different views and beliefs

αντιπαράθεση, σύγκρουση

αντιπαράθεση, σύγκρουση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clash"
to aid

to help or support others in doing something

βοηθώ, υποστηρίζω

βοηθώ, υποστηρίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to aid"
to hit

to affect someone or something, especially in a bad way

χτυπάω (chtipáo), πλήττω (plíto)

χτυπάω (chtipáo), πλήττω (plíto)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hit"
key

essential and highly important to a particular process, situation, or outcome

βασικός, καθοριστικός

βασικός, καθοριστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "key"
plea

(law) a formal statement made by someone confirming or denying their accusation

έκκληση, παράκληση

έκκληση, παράκληση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plea"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek