pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 8 - Αναφορά

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 8 - Αναφορά στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "achiever", "opinionated", "manage" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
to succeed

to reach or achieve what one desired or tried for

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to succeed"
to manage

to do something successfully, particularly something difficult

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to manage"
to boast

to talk with excessive pride about one's achievements, abilities, etc. in order to draw the attention of others

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to boast"
to have a go

to make an attempt to achieve or do something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [have] a go"
to give up

to stop trying when faced with failures or difficulties

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to give up"
proud

feeling satisfied with someone or one's possessions, achievements, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proud"
achiever

someone who reaches a high level of success, particularly in their occupation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "achiever"
achievement

something that has been successfully done, particularly through hard work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "achievement"
proactive

controlling a situation by actively taking steps to manage it, rather than being passive or reactive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proactive"
headstrong

determined to do things in one's own way and often resistant to the opinions or suggestions of others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "headstrong"
opinionated

having strong opinions and not willing to change them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opinionated"
manipulative

influencing or controlling others in an unfair or deceptive way, often to achieve one's own goals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manipulative"
selfish

always putting one's interests first and not caring about the needs or rights of others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "selfish"
single-minded

focusing on one particular goal or purpose, and determined to achieve it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "single-minded"
open

behaving honestly and without hiding one's feelings and thoughts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "open"
easygoing

calm and not easily worried or upset

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "easygoing"
witty

quick and clever with their words, often expressing humor or cleverness in a sharp and amusing way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "witty"
outgoing

enjoying other people's company and social interactions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outgoing"
introverted

preferring solitude over socializing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "introverted"
aggressive

behaving in an angry way and having a tendency to be violent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aggressive"
important

having a lot of value

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "important"
vital

absolutely necessary and of great importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vital"
big

above average in size or extent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "big"
huge

very large in size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "huge"
happy

emotionally feeling good

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "happy"
ecstatic

extremely excited and happy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ecstatic"
upset

feeling unhappy, worried, or disappointed, often because something unpleasant happened

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upset"
devastated

experiencing great shock or sadness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "devastated"
hungry

needing or wanting something to eat

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hungry"
starving

desperately needing or wanting food

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "starving"
tired

needing to sleep or rest because of not having any more energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tired"
exhausted

feeling extremely tired physically or mentally, often due to a lack of sleep

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exhausted"
very

to a great extent or degree

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "very"
really

used to put emphasis on a statement

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "really"
extremely

to a very great amount or degree

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extremely"
absolutely

used to put an emphasis on a statement

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "absolutely"
completely

to the greatest amount or extent possible

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "completely"
to catch up

to reach the same level or status as someone or something else, especially after falling behind

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to catch up"
to get away with

to escape punishment for one's wrong actions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get away with"
to keep up

to move or progress at the same rate as someone or something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to keep up"
to put in

to submit a formal application or request for something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put in"
to come up with

to create something, usually an idea, a solution, or a plan, through one's own efforts or thinking

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come up with"
to cut down

to reduce the amount, size, or number of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cut down"
to look up to

to have a great deal of respect, admiration, or esteem for someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look up to"
to look forward to

to wait with satisfaction for something to happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look forward to"
to put up with

to tolerate something or someone unpleasant, often without complaining

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put up with"
to make up for

to do something in order to replace something lost or fix something damaged

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make up for"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek