pattern

Αρχιτεκτονική και Κατασκευή - Πύλες και φράχτες

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με πύλες και φράκτες, όπως "barrier", "driveway" και "chicken wire".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Architecture and Construction
porte-cochere

a covered porch-like structure extending from a building's entrance, typically designed to provide shelter for vehicles during pick-up and drop-off

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "porte-cochere"
propylaeum

an architectural term referring to a monumental gateway or entrance structure, usually leading to a sacred or important site such as a temple, palace, or public building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "propylaeum"
doorway

the area around the door at the entrance to a house, room, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "doorway"
entrance

an opening like a door, gate, or passage that we can use to enter a building, room, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entrance"
exit

a way that enables someone to get out of a room, building, or a vehicle of large capacity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exit"
gate

the part of a fence or wall outside a building that we can open and close to enter or leave a place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gate"
gateway

an opening or entrance that serves as a point of entry or exit to a place, such as a building, property, or enclosed area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gateway"
gatepost

a sturdy upright post or pillar that serves as a support or anchor for a gate

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gatepost"
hall

a passage that is inside a house or building with rooms on both side

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hall"
lychgate

a covered entrance or gateway to a churchyard or cemetery, often featuring a roof and a gate

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lychgate"
wicket gate

a small gate or door within a larger gate or fence, often used for pedestrian access while keeping the main gate closed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wicket gate"
corridor

a long narrow way in a building that has doors on either side opening into different rooms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corridor"
passageway

a narrow or enclosed path or route that allows passage or access between different areas or spaces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "passageway"
emergency exit

a special way used to exit a building, car, etc. when a problem happens

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emergency exit"
barbed wire

a type of fencing material that consists of sharp, pointed barbs or spikes spaced along a wire, designed to deter or prevent unauthorized entry or to confine livestock

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barbed wire"
barrier

a physical structure or obstacle that is used to block or restrict access to a certain area, preventing passage or providing security

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barrier"
boundary

a dividing line or limit that separates one area from another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boundary"
chain-link fence

a type of fence made from interlocking metal links, typically used for securing an area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chain-link fence"
chicken wire

type of mesh fencing made from thin, flexible wire twisted together in a hexagonal pattern, commonly used to enclose chicken coops or small animal enclosures

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chicken wire"
fence

a structure like a wall, made of wire, wood, etc. that is placed around an area or a piece of land

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fence"
paling

a narrow wooden or metal fence picket or board used to create a barrier or enclosure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paling"
palisade

a defensive fence or barrier made of closely spaced wooden stakes or iron rails

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "palisade"
sandbag

a bag filled with sand, used for protection or to create barriers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sandbag"
windbreak

a line of trees, fence, wall, etc. that can provide protection against the wind

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "windbreak"
electric fence

a barrier that uses electric shocks to deter animals or people from crossing a boundary

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electric fence"
driveway

a private path or road that leads from the street to a house, building, etc., typically used for vehicle access and parking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driveway"
walkway

a path for walking, typically built outdoors and above the ground level

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "walkway"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek